Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΙΑ

«Η φιλία είναι το κρασί της ζωής.»

Εδουάρδος Γιάνγκ

«Πληγώνοντας ένα φίλο, απoκτας τον πιο πικρό εχθρό.»

Θωμάς Τζέφερσον

«Ο χυδαίος εκτιμά τούς φίλους από τα πόσα υπολογίζει να αρπάξει από αυτούς.»

ΟΒΙΔΙΟΣ

«Η αγάπη κάποτε πληγώνει, η δε φιλία όμως πάντα ωφελεί.»

ΣΕΝΕΚΑΣ

«Πρέπει κανείς να είναι διακριτικός στη φιλία διότι άλλως γίνεται ενοχλητικός.»

ΑΛΦΡΕ ΝΤΕ ΜΥΣΣΕ

Βλέπετε ότι και οι μεγάλοι στο πνεύμα, όσο μπορεί βέβαια αυτό να γίνει παραδεκτό από τούς υπόλοιπους, δίνουν στη φιλία μια ιδιαίτερη, λεπτή και πολλές φορές, τολμώ να πω, ιδεατή μορφή. και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. είναι τόσο λεπτές οι ίνες πού κρατούν και συνθέτουν την έννοια αυτής της φιλίας ώστε η φιλία η ίδια να γίνεται ένα όραμα. Πού πολύ δύσκολα το φθάνουμε και το αγγίζουμε. και θα είναι θαύμα αν μπορούμε κάποτε να νοιώσουμε το νόημα της αληθινής φιλίας. Χωρίς οι λέξεις να χάνουν τη σημασία τους.


Προσωπογραφία του Ταπεινόφρονα

Μεγάλου Βασιλείου

«Μέ ποιό τρό­πο θά φτά­σου­με στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, πού ει­ναι σω­τή­ρια α­ρε­τή; Μή­πως ο­ταν α­πο­βάλ­λου­με τό ο­λέθριο ε­ξό­γκω­μα της υ­πε­ρη­φά­νειας; Καί βέ­βαια, αν σέ ο­λα κά­νου­με αυ­τή τήν προ­σπά­θεια καί δέν πα­ρα­με­λου­με τί­πο­τε μέ τήν πρό­φα­ση ο­τι τά­χα δέ θά βλα­φτου­με. Για­τί η ψυ­χή ε­ξο­μοιώ­νε­ται μ΄ε­κει­να πού κά­νου­με, καί λα­βαί­νει τόν τύπο ε­κεί­νων πού κά­νει, καί δια­μορ­φώ­νε­ται α­νά­λο­γα πρός αυ­τά.

Καί η εμ­φά­νι­ση καί τό εν­δυ­μα καί ο τρό­πος του βα­δί­σμα­τος καί τό κά­θι­σμα καί ο τρό­πος της τροφης καί τό σπί­τι καί τά σκεύ­η του σπι­τιου. Ας ει­ναι ο­λα τα­κτο­ποι­η­μέ­να μέ α­πλό­τη­τα· α­κό­μη καί ο λό­γος καί τό α­σμα καί η συ­νά­ντη­ση μέ τόν πλη­σί­ον, καί αυ­τά ας α­πο­βλέ­πουν κα­λύ­τε­ρα στή χρή­ση του μέ­τρου, πα­ρά στήν ε­πι­δει­κτι­κή ε­ξόγκω­ση.

Μήν χρη­σι­μο­ποιεις σο­φι­στι­κούς κο­μ­πα­σμούς στό λό­γο, στά α­σματα υ­περ­βο­λι­κά γλυ­κιές φω­νές, ου­τε συ­ζη­τή­σεις υ­πε­ρή­φα­νες καί φορ­τι­κές γιά τούς αλ­λους, αλ­λά σέ ο­λα νά ε­λατ­τώ­νεις τήν ε­πι­δει­κτι­κή με­γα­λο­ποί­η­ση. Νά ει­σαι ω­φέ­λι­μος στό φί­λο, η­ρε­μος πρός τόν υ­πη­ρέ­τη, α­νε­ξί­κα­κος πρός τούς θρα­σεις, φι­λάν­θρω­πος πρός ε­κεί­νους πού βρί­σκο­νται σέ χα­μη­λή κοι­νω­νική κα­τά­στα­ση. Νά πα­ρη­γο­ρεις τούς πά­σχο­ντες. Νά ε­πι­σκέ­πτε­σαι ε­κεί­νους πού βρί­σκο­νται σέ θλί­ψεις. Νά μήν πε­ρι­φρο­νεις κα­νέ­ναν α­πο­λύ­τως. Νά ει­σαι ευ­χά­ρι­στος στήν προ­σφώ­νη­ση, α­νοι­χτό­καρ­δος στήν α­πά­ντη­ση, βο­λι­κός, ευ­κολό­πι­στος σέ ο­λους. Νά μήν ε­γκω­μιά­ζεις τόν ε­αυ­τό σου, ου­τε καί τούς αλ­λους νά πα­ρα­κι­νεις νά σέ ε­γκω­μιά­ζουν. Νά μή δέ­χε­σαι α­σε­μνο λό­γο. Νά κρύ­βεις οσα μπο­ρεις α­πό τά πλε­ο­νε­κτή­μα­τά σου. Γιά τά α­μαρ­τή­μα­τά σου νά γί­νε­σαι ο ι­διος κα­τή­γο­ρος του ε­αυ­του σου καί νά μήν α­να­μέ­νεις τούς ε­λέγ­χους των αλ­λων, ω­στε νά μοιά­ζεις μέ τόν Ιώβ, ο ο­ποιος δέν α­πέ­φυ­γε τόν πο­λύ ο­χλο της πό­λε­ως, γιά νά ε­ξο­μο­λο­γη­θει μπρο­στά τους τό σφάλ­μα του. Νά μήν ει­σαι αυστη­ρός στίς ε­πι­πλή­ξεις καί νά μήν ε­λέγ­χεις γρή­γο­ρα μέ ε­μπά­θεια (για­τί αυτό ει­ναι αυ­θά­δεια)· ου­τε νά κα­τα­δι­κά­ζεις τόν αλ­λο γιά μι­κρά σφάλ­μα­τα, σάν νά ει­σαι σύ α­κρι­βο­δί­καιος... Νά μήν βλάπτεις λοι­πόν τόν ε­αυ­τό σου, θέ­λο­ντας νά φά­ι­νε­σαι σπου­δαιος στούς αν­θρώ­πους. Ε­πει­δή ο Θε­ός ει­ναι ο μέ­γας θε­α­τής, νά στρέ­ψεις τή φι­λο­δο­ξί­α σου στό Θε­ό»[1]

«νά ει­σαι τα­πει­νός»

« Ο­σο ει­σαι σπου­δαιος, αλ­λο τό­σο νά ει­σαι τα­πει­νός. Ο­ταν α­νεβεις ψη­λά, ε­χεις α­νά­γκη νά πά­ρεις τά μέ­τρα σου, γιά νά μήν πέ­σεις... Για­τί εχεις με­γά­λη ι­δέ­α γιά τόν ε­αυ­τό σου, ενω ει­σαι αν­θρω­πος, συγ­γε­νής μέ τή γη, τό ι­διο πράγ­μα μέ τή στά­κτη σέ ο­λα: καί στή φύ­ση καί στή γνώ­μη καί στήν ε­κλο­γή των πραγ­μά­των. Σή­με­ρα ει­σαι πλού­σιος, αυ­ριο φτω­χός· σή­με­ρα υ­γι­ής, αυ­ριο αρ­ρω­στος· σή­με­ρα χα­ρού­με­νος, αυ­ριο λυ­πη­μέ­νος· σή­με­ρα δο­ξα­σμέ­νος, αυ­ριο πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος· σή­με­ρα νέ­ος, αυ­ριο γέ­ρος. Μή­πως κά­τι α­πό τά αν­θρώ­πι­να πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό; Η μή­πως, α­ντί­θε­τα, τό κα­θε­τί μι­μει­ται τήν κί­νη­ση των πο­ταμων πού κυ­λουν; Δέν προ­λα­βαί­νου­με κα­λά κα­λά νά τό δου­με, καί μας ε­γκατα­λεί­πει πιό γρή­γο­ρα α­πό τή σκιά. Για­τί λοι­πόν, αν­θρω­πέ μου, ε­χεις α­λα­ζονεί­α, ενω ει­σαι κα­πνός, μα­ταιό­τη­τα; Πράγ­μα­τι, ο αν­θρω­πος ταυ­τί­ζε­ται μέ τή μα­ταιό­τη­τα. Οι η­μέ­ρες της ζωης του ει­ναι σάν χορ­τά­ρι. Ξε­ραί­νε­ται τό χορτά­ρι καί τό αν­θος του πέ­φτει μα­ρα­μέ­νο»[2]





Νίκησε

την πολυλογία με τη σιωπή·

την υπερηφάνεια με την ταπείνωση·

τη φιλονικία με την αοργησία·

την κατάκριση με τη σιωπή·

την κακία με την φιλαδελφία·

την υποκρισία με την ειλικρίνεια·

την ασέβεια με την ευλάβεια·

τη ραθυμία με την εργασία·

την πονηρία με την αγνότητα·

την αμέλεια με το φόβο Θεού·

την κακία με τη συγχωρητικότητα·

τη φιλαργυρία με την ελεημοσύνη.

Η Αξία της Ταπείνωσης

! Παντούλα Παπαδογιάννη

Πο­λύ λε­πτό θέ­μα η τα­πεί­νω­ση. Δεν α­πα­σχο­λεί μό­νο τους πο­λύ χα­ρι­τω­μέ­νους, αλ­λά και αυ­τούς που θέ­λουν να είναι ευά­ρε­στοι στο Θε­ό. Τι εί­ναι ό­μως η τα­πεί­νω­ση; Τι την χα­ρα­κτη­ρί­ζει; Εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη απ’ ό­λες τις α­ρε­τές και μη­τέ­ρα ό­λων. Απ’ την τα­πεί­νω­ση ε­πέρχο­νται η α­γά­πη, η υ­πο­μο­νή, η ε­λε­η­μο­σύ­νη, η θυ­σί­α. Για τον τα­πει­νό άν­θρω­πο δεν υ­πάρ­χει το «ε­γώ». Ε­κεί­νο που τον κυ­ριεύ­ει εί­ναι η η­ρε­μί­α, η α­πά­θεια προς τις ε­ξω­τε­ρι­κές φρο­ντί­δες, του­τέ­στιν καλ­λω­πι­σμός, τρο­φή, η­δο­νές. Στη­ρί­ζεται εξ ο­λο­κλή­ρου στο Θε­ό, και εί­ναι σί­γου­ρος για την ά­με­ση πα­ρο­χή βο­ή­θειας απ’ το μέ­ρος Του. Δεν υ­πάρ­χει κά­τι που να θε­ω­ρεί δι­κό του. Α­κό­μη τη Χά­ρη του Θε­ού δε θέ­λει να την α­να­γνω­ρί­ζει στον ε­αυ­τό του, αλ­λά να τον υ­πο­βαθ­μί­ζει χί­λιες φο­ρές πιο πο­λύ. Δεν ε­πι­ζη­τεί να βρί­σκει ευ­και­ρί­ες, ώ­στε να ε­πι­δεικνύ­ει τα προ­σό­ντα του, αλ­λά σε κά­θε του κί­νη­ση γί­νε­ται χώ­μα για τους άλ­λους. Δεν υ­πάρ­χει θέ­λη­μα γύ­ρω απ’ τον ε­αυ­τό του, αλ­λά γύ­ρω απ’ τους άλ­λους. Ο τα­πει­νός άν­θρω­πος ό­σο εμ­βα­θύ­νει την α­ρε­τή αυ­τή έρ­χε­ται σ’ έ­να ε­πί­πε­δο να δια­κρί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο τα α­μαρ­τή­μα­τά του και να ζη­τά πε­ρισ­σό­τε­ρο η βο­ήθεια του Θε­ού μ΄ςω της προ­σευ­χής. Στην προ­σευ­χή του προς το Θε­ό θέ­λει να προσεύ­χε­ται για ό­λο τον κό­σμο και βά­ζει τε­λευ­ταί­ο την ε­αυ­τό του. Ό­μως ποια η αξί­α της τα­πεί­νω­σης; Ο­φεί­λου­με να εί­μα­στε ταπει­νοί, για­τί κα­τά τη χρι­στια­νι­κή ζω­ή μι­μού­μα­στε το Χρι­στό. Η ά­σκη­ση της τα­πεί­νω­σης μας κα­θα­ρί­ζει απ’ τα πά­θη. Μας φέρ­νει σε ε­πα­φή με το Χρι­στό, ό­ταν τα­πει­νό­φρο­νες α­ντι­κρύ­ζουεμ το πρό­σω­πό Του στο πρό­σω­πο του πλησί­ον μας. «Για να φτά­σει κά­ποιος στην α­γιό­τη­τα, η ο­δός εί­ναι: πρώ­τος η τα­πεί­νω­ση, δεύ­τε­ρον η τα­πεί­νω­ση, τρί­τον τη τα­πεί­νω­ση. (Λό­γοι του Α­γί­ου Αυγου­στί­νου προς τον Διό­σκου­ρο).

Η α­ξί­α της τα­πεί­νω­σης δια­φαί­νε­ται κα­λύ­τε­ρα μέ­σα απ’ την ε­πιτυ­χή ά­σκη­ση αυ­τής, ό­που σύ­ζυ­γοι δε τσα­κώ­νο­νται, α­δέλ­φια δεν φθο­νού­νται, αλλά και στην πνευ­μα­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ζω­ή ό­που η καρ­διά θέ­λει να δια­φυ­λάττει κα να ε­φαρ­μό­ζει συ­νέ­χεια το λό­γο του Θε­ού.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΚΟΛΟΓΙΑ ,π.Δαμιανού

Όταν βλέπεις κάποιον να μην κάνει κάτι το οποίον δεν είναι σωστό κατά την γνώμη μας ή δεν το κάνει όπως εμείς θέλουμε, υπάρχει μια εσωτερική αντίδραση πού κακολογούμε τη πράξη του. Εδώ χρειάζεται σωφροσύνη και υπομονή για να προληφθεί οποιοσδήποτε θυμός ή έντονη αντίδραση από μέρους μας. Η ταπείνωση θα πει και εγώ κάνω αρκετά λάθη στη ζωή μου και σιωπά χωρίς να κακολογήσει την πράξη διότι θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο από τον άλλον αλλά και αν ακόμα το πει εσωτερικά θα δικαιολογήσει αργότερα τη πράξη αυτή ότι κανείς δεν είναι τέλειος και ρίχνοντας στον εαυτό του ότι η κατάκριση και η υπερηφάνεια συμπορεύονται στη κακολογία του άλλου προσώπου. Αλλά η αδυναμία του ανθρώπου ρίχνει πολλά σφάλματα στον άλλον για να καλύψει δικά του λάθη η αμαρτίες του. Μόνο, όταν ζητήσει την γνώμη μας πρέπει να πούμε το σωστό για την λανθασμένη πράξη του. Διότι η κατάκριση οδηγεί στην περιαυτολόγηση και καταστρέφει το ταπεινό φρόνημα πού πρέπει να έχουμε ως χριστιανοί. Οι σκέψεις καλό είναι να στρέφονται στο Θεό και να τον παρακαλούμε να βελτιώσει τον χαρακτήρα και να μην δίνουμε σημασία τι κάνουν οι άλλοι, αλλά τι κάνουμε εμείς για να καλυτερεύσουμε την χριστιανική ζωή μας. Είναι πολύ σημαντικό να ελέγχουμε τη σκέψη και να έχουμε καλόκαρδες σκέψεις για τούς άλλους ανθρώπους. Η καχυποψία και η αμφιβολία εμφωλεύει πολύ εύκολα στη ψυχή του ανθρώπου. Μόνο μια καρδιά πού ξέρει να αγαπά δεν βλέπει εύκολα το κακό στον άλλον αλλά στον εαυτό του και προσπαθεί να βελτιωθεί εσωτερικά με τις αρετές του Θεού και ιδιαίτερα με την αρετή της συγνώμης. “Και αν κάποτε συμβεί και δει κανείς τον αδελφό του ν’ αμαρτάνει, ούτε να τον αποστραφεί και να σιωπήσει και να τον αφήσει να καταστραφεί, ούτε πάλι να τον βρίσει και να τον καταλαλήσει, αλλά με συμπάθεια και φόβο Θεού ν’ αναφέρει το γεγονός σε κάποιον πού είναι σε θέση να τον διορθώσει, η να του μιλήσει ο ίδιος με αγάπη και ταπείνωση λέγοντας «Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, γιατί σαν άνθρωπος πού δεν έχω μάθει να βλέπω τα χάλια μου, παρατηρώ ότι ίσως δεν κάνουμε καλά αυτό εδώ το πράγμα”

“Μην κρίνετε ίνα μη κριθείτε εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καλί εν ω μέτρω μετρειτε μετρηθήσεται υμιν” (Ματθ. 7, 1-2).

“αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε, πας ο κρίνων εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων” (Ρωμ. 2, 1).

«Τι βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμω του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμω δοκόν ου κατανοείς;» (Ματθ. 7, 3).

«Μπορεί κανείς να καθαρισθεί από όλα τα αμαρτήματά του με την ελεημοσύνη;» ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

(Λουκ. 19, 1-10)

«Μπορει να καθαρισθεί από όλα τα αμαρτήματα και τις πονηρίες που γίνονται με την αρπαγή και την πλεονεξία. Αυτό το φανερώνει και ο Ζακχαίος, όταν λέγει «ιδού τα μισά από τα υπάρχοντά μου, κύριε, τα δίνω στους πτωχούς. και εάν τυχόν σαν τελώνης με συκοφαντίες, εκβιαστικά πήρα από κάποιον κάτι, το αποδίδω στο τετραπλάσιο». Ώστε όλα τα αμαρτήματα αυτού του είδους, πού είναι δυνατό να τα εξαλείψουμε και για τα οποία μπορούμε να ανταποδώσουμε στο πολλαπλάσιο με αυτό τον τρόπο καθαρίζονται. Αυτός όμως ο τρόπος δεν είναι αρκετός από μόνος του για την κάθαρση, αλλά χρειάζεται προηγουμένως το έλεος του Θεού και το αίμα του Χριστού, το οποίο μας λυτρώνει και από όλες τις άλλες αμαρτίες, αρκεί βέβαια να κάνουμε για κάθε αμαρτία αγαθά έργα, πού είναι άξιοι καρποί της μετανοίας.»

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

ΕΓΩΪΣΜΟΣ, πηγή των παθών, π.Δαμιανού Ζαφείρη

ÄÝí [õðÜñ÷åé ÷åéñüôåñç [áóèÝíåéá óôÞí øõ÷Þ ôï~õ [áíèñþðïõ [áðü ôüí [åãùúóìü. Äéüôé ðßóù [áðü á[õôü ôü ðÜèïò êñýâåôáé êÜèå ]áìáñôßá ðïý [áðïìáêñýíå ôÞ èåßá ÷Üñç [áðü ôüí {áíèñùðï. ] Ï [åãùúóìüò å@éíáé ]ç öéëáõôßá, ]ç {åðáñóç ðïý óêëçñáßíåé êáß ôõöëþíåé ôÞí øõ÷Þ ôï~õ [áíèñþðïõ. Ãßíåôáé ]ï [åãùúóôÞò {áäéêïò êáß [áðüôïìïò. Äçìéïõñãå~é å{õêïëá [å÷èñïýò ìÝ ôÞí êáêÞ óôÜóç ô~çò æù~çò ôïõ. ] Ï [åãùúóìüò äÝí óêïôþíåé ìüíï ôÞí øõ÷Þ [áëëÜ êáß ôüí ðëçóßïí äéüôé êáôáóôñÝöåé ]õãéå~éò öéëéêÝò ó÷Ýóåéò.

] Ï [åãùúóôÞò äÝí ðáñáäÝ÷åôáé ôßðïôá êáß äÝí [áêïýåé ôÞí öùíÞ ô~ùí {áëëùí êáß ï{õôå ôï~õ Èåï~õ. [ Åðéèõìå~é íÜ [åðéâÜëëåôáé óôïýò {áëëïõò êáß íÜ ôïýò [åîïõóéÜæåé. [Áíáãíùñßæåé ìüíï ôü äéêü ôïõ èÝëçìá êáß [áðïññßðôåé ôïýò {áëëïõò.

] Ï [åãùúóìüò ]ïäÞãçóå ôüí [åùóöïñü óôÞí [áíôáñóßá [åíáíôßïí ôï~õ Èåï~õ êáß óôÞí ðôþóç ôïõ [áðü ôÞí äüîá ôïõ ([ Çó.éä 12,13). Ôïýò äÝ ðñùôïðëÜóôïõò ]ïìïßùò óôÞí {åêðôùóç [áðü ôüí ðáñÜäåéóï (Ãåí.ã 6,7). Ãé´ á[õôü ]ï [åãùúóìüò å@éíáé ðçãÞ êÜèå [áìáñôßáò êáß [áðïóôáóßáò [áðü ôü Èåü.

] Ï [ Éçóï~õò ×ñéóôüò ìÝ ôÞ óôáýñùóç êáß ôÞí [áíÜóôáóÞ Ôïõ ì~áò äåß÷íåé ôü äñüìï ô~çò [áãÜðçò êáß ô~çò èõóßáò ãéÜ íÜ [åëåõèåñùèï~õìå [áðü êÜèå [åãùúóìü êáß ]õðåñçöÜíåéá ðïý å@éíáé ]ç ñßæá êÜèå ]áìáñôßáò. [ÁëëÜ ðáñÜ ôÞ èõóßá Ôïõ [áíôß íÜ ôüí ìéìçèï~õìå « ôüí ìÞ ãíùñßóáíôá ]áìáñôßáí» ( Êïñ. å´ 21) ðïý [áíÝâçêå óôüí Ãïëãïè~á, ]ï {áíèñùðïò ðáñáìÝíåé óôüí [åãùúóìü ôïõ êáß ôÜ äéêÜ ôïõ èåëÞìáôÜ ] Ç ]õðåñçöÜíåéá ôïõ ]õðÜñ÷åé êáß âáóéëåýåé ìÝóá ôïõ [áñíïýìåíïò íÜ ìéìçèå~é ôÞ èåßá ÔáðåßíùóÞ Ôïõ. ] Ï Êýñéïò óôáõñþíåôáé êáß [áíáóôáßíåôáé ãéÜ ôÞ óùôçñßá ô~çò øõ÷~çò ìáò, ôÞ óùôçñßá ìáò [áðü ôüí [åãùúóìü ôï~õ ]åáõôï~õ ìáò ãéÜ íÜ [åëåõèåñùèï~õìå [áðü ôüí ðáëáéüí ]åáõôü ìáò. «Ôï~õôï ãéíþóêïíôåò, \ïôé ]ï ðáëáéüò ]çì~ùí {áíèñùðïò óõíåóôáõñþèç, äéÜ íÜ êáôáñãçè~ç ôü ó~ùìá ô~çò ]áìáñôßáò, \ùóôå íÜ ìÞ å{éìåèá ðëÝïí äïýëïé ô~çò ]áìáñôßáò.» (Ñùì. ò´ 6).

[ Åêå~éíïò ðïý [áêïëïõèå~é ôüí óôáõñü ôï~õ Êõñßïõ [åíßêçóå ôüí ]åãùúóìü ôïõ êáß äÝí æå~é ìÝóá ôïõ ]ï ðáëáéüò ]åáõôüò ô~çò ][áìáñôßáò [áëëÜ ]ï íÝïò [åí ×ñéóô~~ù {áíèñùðïò. \ Ïôáí ìÝóá ìáò {åñèåé ]ï Êýñéïò ôüôå ðëÝïí [áñíïýìåèá ôüí ]åáõôü ìáò êáß ôÞí [áãÜðç ãéÜ ôüí ]åáõôü ìáò êáß äéíüìáóôå óôÞí [áãÜðç ðñüò ôü Èåü. ] Ïôáí æÞóïõìå ôü óôáõñü ôï~õ [ Éçóï~õ ôüôå óõíôñßâåôáé êÜèå ðÜèïò êáß äéáëýåôáé êÜèå [åãùúóìü êáß æï~õìå óÝ [áëçèéíÞ ìåôÜíïéá êáß [åóùôåñéêÞ ôáðåßíùóç ðïý ]ïëïêëÞñùíåôáé ]ç ðßóôç ðñüò ôü Èåü.

\ Ïôáí êáôáëÜâïõìå ôü óôáõñü ôï~õ Êõñßïõ êáß íïéþóïõìå ôÞí [áãÜðç ôï~õ Èåï~õ ìÝóá ìáò ìÝ ôÞí ëõôñùôéêÞ èõóßá ôïõ ðÜíù óôüí Ãïëãïè~á ôüôå ãêñåìßæåôáé êÜèå ôå~é÷ïò [åãùúóìï~õ êáß [áíáãåííþìåèá [åí ÷Üñéôé Èåï~õ. [ÁëëÜ ]ï [åãùúóôÞò äÝí ìðïñå~é íÜ êáôáëÜâåé ôü ìåãáëå~éï ô~çò óôáõñéê~çò èõóßáò ôï~õ ôáðåéíï~õ Èåáíèñþðïõ ðïý êñýâåé ôÞ ÈåúêÞ [áãÜðç äéüôé æå~é ìüíï ãéÜ ôÞí [áãÜðç ôï~õ ]åáõôï~õ ôïõ. ÄÝí {å÷åé [áðïññßøåé ôüí ]åáõôü « ôÞí óÜñêá ]ïìï~õ ìÝ ôÜ ðÜèç êáß ôÜò [åðéèõìßáò» (Ãáë.å´ 24). ãéÜ ôÞí [áãÜðç ô~çò óôáõñéê~çò èõóßáò ôï~õ [ Éçóï~õ ×ñéóôï~õ.

] Ï [åãùúóìüò å@éíáé ]ç [áóèÝíåéá ô~çò [åðï÷~çò ìáò ðïý ]ï êáèÝíáò êÜíåé \ïôé èÝëåé ãéÜ íÜ ]éêáíïðïéÞóåé ôßò êáëÝò êáß êáêÝò [åðéèõìßåò ôïõ. Å@éíáé ìéÜ [åðéäçìßá ðïý èåñßæåé ôßò øõ÷Ýò ô~ùí óçìåñéí~ùí [áíèñþðùí. [Áêüìç êáß ï]é ÷ñéóôéáíïß ðïý æï~õí ìÝóá óôÞí [åêëçóéáóôéêÞ æùÞ äÝí ðáýïõí íÜ ]õðåñçöáíåýïíôáé ãéÜ ôüí ]åáõôü ôïõò êáß \ïôé [áêüìç \ïôé á[õôïß å@éíáé ï]é óùóôïß ÷ñéóôéáíïß. ÓÞìåñá ]õðÜñ÷åé ðïëýò [åãùúóìüò ìÝ ðïëý ãíþóç. ÓÞìåñá ôü êáêü {å÷åé ðëåïíÜóåé äéüôé ]ï [åãùúóìüò ðëçììõñßæåé ôßò øõ÷Ýò ô~ùí [áíèñþðùí êáß îå÷íï~õí ôü ðáñÜäåéãìá ô~çò èõóßáò ôï~õ [ Éçóï~õ ×ñéóôï~õ íÜ [áñíçèï~õí ðñ~ùôá [áð´ \ïëá ôüí ]åáõôü ôïõò. « \ ïóôéò èÝëåé íÜ {åëèåé [ïðßóù ìïõ, {áò [áðáñíçèå~é ]åáõôüí ...»(ÌÜñê. ç 34). {Áí äÝí [áñíçèï~õìå ôüí ]åáõôü ìáò äÝí ìðïñï~õìå íÜ íéêÞóïõìå ôüí [åãùúóìü ìáò ãéÜ íÜ öèÜóïõìå óôÞ óùôçñßá ìáò. Äéüôé ]ï [åãùúóìüò å@éíáé ]ç ôñïöÞ ô~ùí ðáè~ùí ðïý á[õîÜíïíôáé ìÝóá ìáò êáß óêïôåéíéÜæïõí ôÞí øõ÷Þ ìáò êáß äÝí ìðïñï~õìå íÜ [áíáðôõ÷èï~õìå ðíåõìáôéêÜ.

Ðïëëïß ÷ñéóôéáíïß [åðéèõìï~õí íÜ æï~õí ÷ñéóôéáíéêÜ ÷ùñßò íÜ [áñíçèï~õí ôüí [åãùúóìü ôïõò êáß íÜ ãßíïõí ôáðåéíïß \ïðùò ]ï [ Éçóï~õò ×ñéóôüò. ÄÝí [åðéèõìï~õí íÜ óõóôáõñùèï~õí ìáæß ìÝ ôüí [ Éçóï~õ ×ñéóôü êáß íÜ [áöåèï~õí óôü Èå~éï èÝëçìá ôï~õ Èåï~õ. Ìüíï ]ï ôáðåéíüò [áãáð~á íÜ êÜíåé ]õðáêïÞ óôü èÝëçìá ôï~õ Èåï~õ. Ôü êáêü {å÷åé ðëåïíÜóåé óôüí êüóìï äéüôé [ï êüóìïò {å÷åé ãßíåé ößëáõôïò êáß ]õðåñÞöáíïò, \ïðùò ôïíßæåé ]ï [áðüóôïëïò Ðá~õëïò: ¨ [åí ôá~éò [åó÷Üôáéò ]çìÝñáéò èÝëïõóéí [åëèå~é êáéñïß êáêïß- äéüôé èÝëïõóéí å{éóèáé ï]é {áíèñùðïé: ößëáõôïé, öéëÜñãõñïé, [áëÜæïíåò, ]õðåñÞöáíïé...» ( Ôéì. ã 1,2). ÔÝôïéïé {áíèñùðïé èÜ å[éóÝñ÷ïíôáé ìÝóá óôÞí [åêêëçóßá ößëáõôïé, öéëÜñãõñïé, [áëÜæïíåò, ]õðåñÞöáíïé ÷ùñßò íÜ [åðéèõìï~õí ôÞ ìåôÜíïéá ôï~õ ]åáõôï~õ ôïõò êáß íÜ æï~õí ôáðåéíÜ ìÝ óêïðü íÜ óçêþóïõí ôü óôáõñü ôï~õ Êõñßïõ êáß ôü äéêü ôïõò. Ðïëëïß óÞìåñá ]ïìéëï~õí ðåñß ôï~õ [ Éçóï~õ ×ñéóôï~õ [áëëÜ ôüí èÝëïõí ôåëåõôá~éïí {ç ôñßôï {ç ôÝôáñôï óôÞ æùÞ ôïõò äéüôé {å÷ïõí âÜëåé {áëëåò ðñïôåñáéüôçôåò óôÞ æùÞ ôïõò ìÝ ôü äéêü ôïõò [åãùúóìü. [ Åðéèõìï~õí íÜ æï~õí ÷ùñßò íÜ ôüí [ Éçóï~õ ×ñéóôü {åóôù êé {áí ]ïìéëï~õí ðåñß ôï~õ Èåï~õ. ÓÞìåñá [åðéèõìï~õí ôü ðëï~õôï ô~ùí ÷ñçìÜôùí êáß ôÞí {áöèïíç ãíþóç ô~ùí ðÜíôùí ÷ùñßò íÜ [åðéèõìï~õí ôü ðëï~õôï ô~ùí [áñåô~ùí êáß ô~çò èåßáò ÷Üñéôïò ôï~õ [ Éçóï~õ ×ñéóôï~õ, \ïðùò ðñïöçôéêÜ ãñÜöåé ]ç [áðïêÜëõøç: «äéüôé ëÝãåéò, \ïôé ðëïýóéïò å@éìáé, êáß [åðëïýôéóá, êáß äÝí ?{å÷ù ÷ñåßáí ï[õäåíüò» (Áðïê. ã 17). Á[õôü ôü ãñÜöåé ]ï Èåüò óôÞí [åêêëçóßá ô~çò Ëáïäéêåßáò ðïý å@é÷å ìÝ ìåãÜëï âáèìü [åãùúóìü êáß öéëáõôßá, ôõöëùìÝíç [áðü ôÜ ðÜèç ôï~õ êüóìïõ êáß ôï~õ ]åáõôï~õ ôçò. Êáß ]ï Êýñéïò ãñÜöåé: «êáß äÝí [åîåýñåéò \ïôé å@éóáé ]ï ôáëáßðùñïò êáß [åëååéíüò, êáß ðôù÷üò, êáß ôõöëüò, êáß ãõìíüò...» (Áðïê. ã 17).

«] O Èåüò å[éò ôïýò ]õðåñçöÜíïõò [áíôéôÜóóåôáé, å[éò äÝ ôïýò ôáðåéíïýò äßäåé ÷Üñéí» ([ Éáê.ä 4). ] Ï Èåüò å[õëïãå~é ôïýò ôáðåéíïýò êáß óôïýò ]õðåñÞöáíïõò [áðïìáêñýíåé ôü {åëåïò Ôïõ êáß âáóáíßæïíôáé ìÝóá óôüí [åãùúóìü ôïõò. [ Åêå~éíïò ðïý [åðéèõìå~é íÜ [áðáëëá÷èå~é [áðü ôÞí ]õðåñçöÜíåéá ôïõ ÷ñåéÜæåôáé íÜ {å÷åé ðÜíôïôå ìÝóá ôïõ ôü óôáõñü ôï~õ Êõñßïõ êáß íÜ óõóôáõñþíåôáé ìáæß Ôïõ ìÝ [áãÜðç ×ñéóôï~õ êáß {ï÷é ôï~õ ]åáõôï~õ ôïõ( Êïñ.å´15). Á[õôïß ðïý {å÷ïõí ìÜèåé íÜ óçêþíïõí ôüí óôáõñü ôïõò âëÝðïíôáò ðñ~ùôá ôü óôáõñü ôï~õ Êõñßïõ êáß ìåôÜ ôü äéêü ôïõò [åíéó÷ýïíôáé [áðü ôü óôáõñü ôï~õ Êõñßïõ êáß êáñðïöïñï~õí ðíåõìáôéêÜ êáß ãåìßæåé ]ç êáñäéÜ ôïõò [áðü ôÞ èåßá ÷Üñç ðïý íïéþèïõí ôÞí [áãÜðç ôï~õ Èåï~õ.

] Ï ðñï­öÞ­ôçò Äáõ­úä ëÝ­ãåé óôÞí ðñï­óåõ­÷Þ ôïõ: «Êý­ñéå äÝí ]õ­ðåñç­öá­íåý­èç ]ç êáñ­äß­á ìïõ ï[õ­äÝ ]õ­øþ­èç­óáí ï]é [ï­öèáë­ìïß ìïõ ï[õ­äÝ ðå­ñé­ðáô~ù å[éò ðñÜã­ìá­ôá ìå­ãÜ­ëá êáß ]õ­øç­ëü­ôå­ñá ]õ­ðÝñ [å­ìÝ» (øáë­ì.131,1). Ðü­óç ôá­ðåß­íù­óç êñý­âåé ]ï Äáõ­úä ðáñ´\ï­ôé å@é­íáé âá­óé­ëÝ­áò êáß [áñ­÷ü­íôáò ôï~õ [ Éó­ñá­Þë! «]ï Èå­üò å[éò ôïýò ]õ­ðå­ñç­öÜ­íïõò [á­íôé­ôÜó­óå­ôáé å[éò äÝ ôïýò ôá­ðåé­íïýò äß­äåé ÷Ü­ñéí»(Éá­êùâ 4,6). Êáß ]ï Èå­üò å[õ­ëü­ãç­óå ðï­ëý ôüí Äáõ­úä êáß å[õ­ëï­ãå~é êÜ­èå {áí­èñù­ðï ðïý öåý­ãåé ôÞí ]õ­ðå­ñç­öÜ­íåéá êáß æçô~á ôÞí ôá­ðåß­íù­óç ôï~õ ]å­áõ­ôï~õ ôïõ.

] Ï Êý­ñéïò ìáò å@é­íáé ðñü­ôõ­ðï ôá­ðåé­íþ­óå­ùò ðïý ì~áò {å­äåé­îå ìÝ ôÞ æù­Þ ôïõ ôÞí [á­ëç­èé­íÞ æù­Þ ðïý æù­Þ ôá­ðåé­íÞ ÷ù­ñßò êï­ìðá­óìïýò êáß [å­ðé­äåß­îåéò.

Å[õ­÷ü­ìå­èá íÜ äéþ­÷íïõ­ìå êÜ­èå ]õ­ðå­ñÞ­öá­íï ëï­ãé­óìü [á­ðü ìÝ­óá ìáò ãéÜ íÜ {åñ­÷å­ôáé ]ç èåß­á ÷Ü­ñç êáß ôü óðïõ­äáéü­ôå­ñï íÜ öå­ñü­ìá­óôå óôïýò {áë­ëïõò ìÝ ôá­ðåß­íù­óç êáß [á­ãÜ­ðç, ìÝ êá­ëù­óý­íç êáß å[õ­ãÝ­íåéá ãéÜ íÜ å{é­ìá­óôå ðñü­ôõ­ðá ôá­ðåé­íþ­óå­ùò \ï­ðùò [ï [ É­ç­óï~õò ×ñé­óôüò óÝ ì~áò.