Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ του μεγάλου Βασιλείου

ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ

του Μεγάλου Βασιλείου

Ε.Π.Ε. 6.107-131

1. Θά επρεπεν ο ανθρωπος νά ειχε μείνει κοντά εις τήν θείαν δόξαν καί θά ειχεν ετσι οχι πλαστόν αλλ΄ αληθινόν μεγαλειον. Διότι θά εμεγαλύνετο μέ τήν δύναμιν του Θεου, θά ελαμπρύνετο μέ τήν θείαν σοφίαν καί θά ηυφραίνετο μέ τήν αιώνιον ζωήν καί τά αγαθά της. Επειδή ομως μετέθεσεν από τήν θείαν δόξαν τήν επιθυμίαν καί μέ τό νά ελπίση ανώτερα πράγματα καί μέ τό νά σπεύση νά λάβη αυτό πού δέν ημπορουσε, εχασε καί αυτό πού ημπορουσε νά εχη, δι΄ αυτό ειναι μεγίστη σωτηρία καί συνάμα θεραπεία της αρρώστιας καί επιστροφή εις τήν αρχικήν κατάστασιν η ταπεινοφροσύνη καί τό νά μή φαντάζεται οτι από μόνος του θά περιβληθη κάποιαν δόξαν, αλλά νά τήν ζητη από τόν Θεόν. Διότι ετσι θά διορθώση τό σφάλμα, ετσι θά θεραπεύση τήν αρρώστιαν, ετσι θά ανατρέξη πίσω εις τήν ιεράν εντολήν, τήν οποίαν εγκατέλειψεν. Αλλ΄ ο διάβολος, ο οποιος ενίκησε τόν ανθρωπον μέ τήν ελπίδα της απατηλης δόξης, δέν θά παύση νά τόν προκαλη μέ τά ιδια ερεθίσματα καί νά εξευρίσκη πρός τουτο απείρους εφευρέσεις, μέ τό νά του επιδεικνύει τόν πλουτον των χρημάτων ως μεγάλο πραγμα, διά νά καυχαται δι΄ αυτόν καί ν΄ ασχολειται μ΄ αυτόν. Πραγμα πού ειναι μηδαμινόν διά δόξαν, αλλά μέγα εις κίνδυνον. Διότι ο πορισμός των χρημάτων ειναι υπόθεσις πλεονεξίας καί η απόκτησίς των ειναι μηδαμινή διά τήν καλήν φήμην. Εις τά χαμένα ομως αποτυφλώνει, ασκόπως προκαλει αλαζονείαν καί δημιουργει εις τήν ψυχήν πάθος παρόμοιον πρός φλόγωσιν. Διότι τό βάρος των σωμάτων, πού πάσχουν από φλόγωσιν δέν ειναι υγιεινόν, ουτε ωφέλιμον, αλλά νοσηρόν καί επιβλαβές. Ειναι αρχή κινδύνου καί αιτία καταστροφης. Κάτι παρόμοιον ειναι καί η υπερηφάνεια διά τήν ψυχήν. Πράγματι η αλαζονεία δέν γίνεται μόνον διά τά χρήματα. Ουτε οι ανθρωποι υπερηφανεύονται μόνον διά τάς κομπαστικάς διαίτας καί ενδυμασίας, μέ τό νά παραθέτουν δηλαδή πολυτελη καί εξω από τίς ανάγκας απολαυστικά τραπέζια, νά φορουν ενδύματα πού δέν ειναι αναγκαια, νά κατασκευάζουν σπίτια μεγάλα καί νά τά καλλωπίζουν μέ κεντήματα, νά εξαρτωνται από τά πλήθη ακολούθων υπηρετων καί από συγκροτήματα κολάκων, αλλά καί υπερβολικά καμαρώνουν καί διά τά αιρετά αξιώματα. Εάν ο λαός τούς δώση κάποιο αξίωμα, εάν θά τούς θεωρήση αξίους διά κάποιαν προεδρίαν καί μέ τήν ψηφον τούς παραχωρήση ανώτατον αξίωμα, καί μάλιστα εδω, ωσάν νά ξεπερνουν τήν ανθρωπίνην φύσιν, μόνον πού δέν νομίζουν οτι εχουν εγκατασταθη επάνω εις τά σύννεφα καί διά τουτο θεωρουν πάτημα τούς ανθρώπους, πού ειναι κάτω από τήν εξουσίαν των καί υπερηφανεύονται εμπρός εις εκείνους πού τούς εδωσαν τήν αξίαν καί αλαζονεύονται εμπρός εις αυτούς μέ τήν ψηφον των οποίων φαίνονται οτι κάτι ειναι. Καί υφίστανται μίαν κατάστασιν γεμάτην τρέλλαν μέ τό νά εχουν δόξαν πού ειναι πιό σαθρά καί από ονειρον καί μέ τό νά περιβάλλωνται λαμπρότητα πού ειναι πιό ματαία καί από τά νυκτερινά φαντάσματα. Τέτοιος υπηρξεν εκεινος ο τρελλός, ο υιός του Σολομωντος, ο νεαρός εις τήν ηλικίαν καί πολύ πιό νέος εις τά μυαλά. Ο οποιος ηπείλησε βαρυτέραν βασιλείαν εις τόν λαόν που εζητουσεν ηπιωτέραν καί ο οποιος καθηρέθη μέ τήν αυτήν δύναμιν μέ τήν οποίαν ειχεν ελπίσει νά φανη βασιλικώτερος. Καί η δύναμις των χεριων καί η γρηγοράδα των ποδιων καί η σωματική ομορφιά, αυτά δηλαδή πού τά καταστρέφουν αι αρρώστιαι καί τά φθείρει ο χρόνος, ακόμη καί αυτά αποθρασύνουν τόν ανθρωπον. Δέν εχει συναίσθησιν οτι «κάθε ανθρωπος ειναι χόρτος καί κάθε ανθρωπίνη δόξα ομοιάζει μέ τό ανθος του χόρτου. Ο χόρτος ξηραίνεται καί τό ανθος του χόρτου πέφτει». Τέτοιαι ησαν αι καυχήσεις των γιγάντων διά τήν δύναμίν των. Τέτοιο ηταν τό θεομάχον φρόνημα του ανοήτου Γολιάθ καί τέτοιος υπηρξεν ο Αδωνίας πού ειχε μεγάλην ιδέαν διά τήν ομορφιάν του καί ο Αβεσσαλώμ πού εκαυχατο διά τά μεγάλα μαλλιά του.

2. Αυτό δέ πού θεωρειται οτι ειναι τό πιό μεγάλο καί τό πιό σταθερόν από τά αγαθά πού υπάρχουν εις τούς ανθρώπους, δηλαδή η σοφία καί η φρονιμάδα, ακόμη καί αυτό εχει κούφιαν επαρσιν, καί ετοιμάζει οχι αληθινόν μεγαλειον. Αυτά δέν λογαριάζονται, οταν απουσιάζη η θεία σοφία. Διότι τό σόφισμα εναντίον του ανθρώπου αποβαίνει αχρηστον εις τόν ιδιον τόν διάβολον. Καί αυτό τό οποιον εχει επινοήσει εναντίον του ανθρώπου χωρίς νά τό καταλάβη τό ετεχνούργησε κατά του εαυτου του, διότι δέν εζημίωσε τόσον εκεινον πού ηλπισε νά αποξενώση από τόν Θεόν καί τήν αιωνίαν ζωήν, οσον επρόδωσε τόν εαυτόν του μέ τό νά γίνη αποστάτης του Θεου καί νά καταδιασθη εις τόν αιώνιον θάνατον. Καί εις τήν παγίδα πού εστησεν εις τόν Κύριον επιάσθη ο ιδιος μέ τό νά σταυρωθη μέ τό μέσον πού ηλπισε νά σταυρώση καί μέ τό νά πεθάνη τόν θάνατον μέ τόν οποιον ειχεν ελπίσει νά θανατώση τόν Κύριον. Εάν δέ ο αρχων του κόσμου της αμαρτίας, αυτός πού ειναι ο πρωτος καί ο πιό μεγάλος σοφιστής της κοσμικης σοφίας, πιάνεται εις τά δικά του τχνάσματα, περιερχόμενος εις τήν εσχάτης αφροσύνην, πολύ περισσότερον οι μαθηταί καί οι ζηλωταί εκείνου, εστω καί αν επινοήσουν μύρια σοφίσματα, «ενω λέγουν οτι ειναι σοφοί, εγιναν μωροί». Ο φαραώ σοφίζεται σχέδια πανουργα διά νά καταστρέψη τόν Ισραήλ, αλλ΄ η πανουργία διελύθη χωρίς νά τό καταλάβη απ΄ εκει απ΄ οπου δέν επερίμενε. Καί τό βρέφος πού ειχε ριφθη εξ αιτίας της διαταγης του διά νά πεθάνη, ανατρέφεται κρυφά μέσα εις τόν βασιλικόν οικον, καί διά νά καταστρέψη τήν δύναμιν αυτου καί ολοκλήρου του εθνους καί διά νά σώση τόν ισραηλιτικόν λαόν. Καί ο Αβιμέλε ο φονιας, ο νόθος υιός του Γεδεών, αυτός πού εφόνευσε τά εβδομήντα γνήσια παιδιά καί ενόμισεν οτι ειχεν εξεύρει αυτό ως τέχνασμα διά νά καταλάβη μέ ασφάλειαν τήν βασιλικήν εξουσίαν, συνέτριψε μέν αυτούς πού ειχαν ελθει ως συνεργοί του εις τόν φόνον, αλλά καί ο ιδιος συνετρίβει από τούς ιδίους. Τελικά εφονεύθη από χέρι γυναικός, μέ μίαν πετριάν. Καί οι Ιουδαιοι εσοφίσθησαν καταστρεπτικήν απόφασιν εναντίον του Κυρίου, μέ τό νά ειπουν εις τούς εαυτούς των «εάν τόν αφήσωμεν ετσι, ολοι θά πιστέψουν εις αυτόν καί θά ελθουν οι Ρωμαιοι καί θά μας πάρουν καί τόν τόπον καί τόν λαόν». Μέ τήν απόφασιν αυτήν οδηγηθέντες εις τήν χριστοκτονίαν, μέ τήν ιδέαν οτι αυτοί θά σώσουν καί τόν λαόν καί τήν χώραν, κατεστράφησαν μέ τά ιδια μέσα πού εσκέφθησαν, διότι καί από τήν χώραν των εξεδιώχθησαν καί απεξενώθησαν από τούς νόμους καί τήν λατρευτικήν ζωήν. Καί γενικά μέ χίλια δύο παραδείγματα θά ημπορουσε κανείς νά πληροφορηθη οτι τό πλεονέκτημα της ανθρωπίνης σοφίας ειναι σαθρόν, ειναι μικρόν καί ποταπόν μαλλον, παρά μεγάλο καί υψηλόν.

3. Ωστε κανένας μυαλωμένος ανθρωπος δέν θά εχη μεγάλην ιδέαν διά τήν σοφίαν του, ουτε διά τά αλλα πού ειπαμεν προηγουμένως, αλλά θά πεισθη εις τήν αρίστην συμβουλήν της μακαρίας Αννης καί του προφήτου Ιερεμίου. « Ας μή καυχαται ο σοφός διά τήν σοφίαν του, ας μή καυχαται ο ισχυρός διά τήν δύναμίν του καί ας μή καυχαται ο πλούσιος διά τόν πλουτον του». Αλλά ποία ειναι η αληθινή καύχησις καί κατά τί ειναι μεγάλος ο ανθρωπος; «Διά τουτο, λέει, ας καυχαται αυτός πού θέλει νά καυχαται διά τό οτι κατανοει καί γνωρίζει οτι εγώ ειμαι ο Κύριος». Αυτό ειναι τό υψος του ανθρώπου, η δόξα καί η μεγαλειότης, τό νά γνωρίζη αληθινά τό μέγα καί νά προσκολλαται εις αυτό καί νά επιζητη τήν δόξαν από τήν δόξαν του Κυρίου. Καί ο απόστολος λέγει « Εκεινος πού καυχαται, ας καυχαται διά τόν Κύριον», λέγων οτι «ο Χριστός εγινε δι΄ ημας σοφία από τόν Θεόν, δικαίωσίς μας καί αγιασμός καί απολύτρωσις», διά νά «καυχαται», οπως εχει γραφη, «διά τόν Κύριον αυτός πού καυχαται». Διότι πράγματι αυτή ειναι η τελεία καί ωλοκληρωμένη κατά Θεόν καύχησις, οταν δηλαδή δέν καυχαται κανείς διά τήν δικαιοσύνην του, αλλά γνωρίζη οτι ειναι πτωχός ο εαυτός του από τήν αληθινήν δικαιοσύνην καί οτι εχει δικαιωθη μέ μόνην τήν πίστην εις τόν Χριστόν. Καί ο Παυλος καυχαται διά τήν περιφρόνησιν της αυτοδικαιώσεώς του καί ζητα τήν δικαίωσιν διά του Χριστου, «τήν δικαίωσιν από τόν Θεόν μέ τήν πίστιν, μέ τό νά γνωρίση αυτόν καί τήν δύναμιν της αναστάσεώς του καί τήν κοινωνίαν των παθημάτων αυτου, συμμορφούμενος πρός τόν θάνατόν του μέ τήν ελπίδα νά φθάση εις τήν εξανάστασιν των νεκρων». Εδω κάθε υψος υπερηφανείας εχει καταπέσει. Τίποτε, ω ανθρωπε, δέν σου απέμεινε διά νά καυχηθης. Τό καύχημά σου καί η ελπίς σου συνίσταται εις τό νά νεκρώσης κάθε τί ιδικόν σου καί νά ζητήσης τήν κατά Χριστόν μελλοντικήν ζωήν. Εχοντες τάς απαρχάς αυτης της ζωης, από τουδε κιόλας ευρισκόμεθα εις αυτά, μέ τό νά ζωμεν εξ ολοκλήρου διά της χάριτος καί της δωρεας του Θεου. Καί «ο Θεός ειναι αυτός πού απεργάζεται μέσα μας καί τό νά θέλωμεν καί τό νά ενεργουμεν κατά τήν θέλησίν του». Ο Θεός δέ αποκαλύπτει διά του Πνεύματός του τήν σοφίαν του πού ειναι προωρισμένη διά τήν ιδικήν μας δόξαν. Ο Θεός μας ενδυναμώνει εις τούς μόχθους «περισσότερον από ολους εκοπίασα» λέγει ο Παυλος, «οχι εγώ ομως, αλλά η χάρις του Θεου πού ειναι μαζί μου». Ο Θεός παρά πασαν ανθρωπίνην ελπίδα μας βγάζει από τούς κινδύνους. «Οι ιδιοι, λέγει, διά τούς εαυτούς μας ειχαμεν λάβει τήν θανατικήν καταδίκην, διά νά εχωμεν πεποίθησιν οχι εις τούς εαυτούς μας, αλλ΄ εις τόν Θεόν, πού ανασταίνει τούς νεκρούς. Αυτός μας εσωσεν από ενα τόσον θανάσιμον κίνδυνον καί μας σώζει εις αυτόν εχομεν ελπίσει οτι καί πάλι θά μας σώση».

4. Διατί λοιπόν, πές μου, επαίρεσε ωσάν δι΄ ιδια καλά, αντί νά ευχαριστης διά τά δωρα τόν δωρητήν; Διότι «τί εχεις πού νά μή τό ελαβες; Καί εάν τό ελαβες, διατί καυχασαι ωσάν νά μή τό εχεις λάβει;». Δέν εισαι σύ αυτός πού μέ τά εργα της δικαιοσύνης σου εγνώρισες τόν Θεόν, αλλά ο Θεός σέ εγνώρισε λόγω της αγαθότητός του. « Αφου εγνωρίσατε, λέγει, η καλύτερα ο Θεός σας εγνώρισε». Δέν εχεις λάβει εσύ τόν Χριστόν διά της αρετης σου, αλλά ο Χριστός μέ τήν παρουσίαν σέ εχει προσλάβει «τρέχω, λέγει, μήπως κάμω ιδικόν μου, αυτό μέ τό οποιον ο Χριστός μέ εχει κάμει ιδικόν του». «Δέν μέ εκλέξατε εσεις, λέγει ο Κύριος, αλλά εγώ σας εξέλεξα». Αλλά μεγαλοφρονεις διότι εχεις τιμηθη καί εκλαμβάνεις τήν χάριν ως πρόφασιν διά νά υπερηφανευθης; Καί τότε θά γνωρίσης τόν εαυτόν σου ποιος εισαι, οπως ο Αδάμ οταν εξεδιώχθη από τόν παράδεισον, οπως ο Σαούλ οταν εγκαταλείφθη από τό Πνευμα του Θεου, οπως ο ισραηλιτικός λαός οταν απεκόπη από τήν αγίαν ρίζαν. «Διά της πίστεως, λέγει, στέκεσαι ας μή μεγαλοφρονης, αλλά νά φοβασαι». Η κρίσις ακολουθει τήν χάριν ο κριτής θά σέ κρίνη καί κατά τόν τρόπον πού εχρησιμοποίησες τά δωρα. Εάν δέ δέν γνωρίζης ουτε αυτό τό ιδιον, οτι δηλαδή εχεις τύχει της χάριτος, αλλά διά της υπερβολικης αναισθησίας κάμνης ιδικόν σου κατόρθωμα τήν χάριν, δέν εισαι τιμιώτερος από τόν μακάριον απόστολον Πέτρον. Διότι δέν θά ημπορέσης ουτε κατά τήν αγάπην πρός τόν Κύριον νά ξεπεράσης αυτόν πού τόσον πολύ αγαπα, ωστε νά θέλη καί νά αποθάνη υπέρ αυτου. Αλλ΄ επειδή εμεγαλοφρόνησε μέ τό νά ειπη «καί αν ακόμη ολοι κλονισθουν εις τήν πίστιν των πρός σέ, εγώ ομως ουδέποτε θά σκανδαλισθω», παρεδόθη εις τήν ανθρωπίνην φοβίαν καί εξέπεσεν εις τήν αρνησιν, διά νά σωφρονίζεται μέ τό σφάλμα του πρός τήν ευλάβειαν καί διά νά διδάσκεται νά λυπηται τούς ασθενεις εις τήν πίστιν, μέ τό νά πληροφορηθει καλά καί τήν ιδικήν του ασθένειαν καί μέ τό νά γνωρίση ξεκάθαρα οτι, οπως εις τό πέλαγος εκρατήθη επάνω από τά κύματα διά της δεξιας του Κυρίου, ετσι εις τόν κλύδωνα του σκανδαλισμου, αφου εκινδύνευσε νά χαθη εξ αιτίας της απιστίας, διεφυλάχθη μέ τήν δύναμιν του Χριστου, ο οποιος του προειπε δι΄ αυτό πού επρόκειτο νά συμβη, λέγοντας «Σίμων, Σίμων, νά ο σατανας εζήτησε νά σας ταράξη καί νά σας κοσκινίση οπως τό σιτάρι εις τό κόσκινον. Καί εγώ επροσευχήθην διά λογαριασμόν σου, διά νά μή σου απολείψη η πίστις καί σύ, οταν κάποτε επιστρέψης διά της μετανοίας, νά στηρίξης τούς αδελφούς σου». Καί ο μέν Πέτρος ετσι αφου ηλέγχθη δικαιολογημένα εβοηθειτο, διά νά εκπαιδευθη εις τήν αποβολήν της αλαζονείας καί τήν συμπόνοιαν αυτων πού ασθενουν εις τήν πίστιν. Εκεινος ομως ο φαρισαιος, ο πολύ βαρύς καί υπερβολικά αλαζονικός, ο οποιος δέν εκαμάρωνε μέ τόν εαυτόν του μόνον, αλλά διέσυρε καί τόν τελώνην, εχασε τό δικαίωμα της καυχήσεως λόγω του εγκλήματος της υπερηφανείας. «Καί εκατέβη ο τελώνης αθωωμένος καί δίκαιος, παρά εκεινος», διότι εδόξαζε τόν αγιον Θεόν καί δέν απετολμουσε νά κυττάξη υψηλά, αλλά εζητουσε μόνον συγχώρησιν, κατηγορωντας τόν εαυτόν του καί μέ τήν στάσιν του καί μέ τό κτύπημα του στήθους του καί μέ τό νά μή ζητη τίποτε αλλο παρά τήν συγχώρησιν. Πρόσεχε τώρα λοιπόν καί φυλάξου από τό παράδειγμα της βαρείας ζημίας εξ αιτίας της υπερηφανείας. Διότι αυτός πού υπερηφανεύθη εχασε τήν δικαίωσιν καί ο θρασύς απώλεσε τόν μισθόν του. Επειδή εμεγαλύνθη περισσότερον από εκεινον καί δέν ανέμεινε τήν κρίσιν του Θεου, αλλ΄ ο ιδιος εξέφερε τήν ιδικήν του, εμειώθη από τόν ταπεινόν καί τόν αμαρτωλόν. Εσύ ομως νά μή υπερηφανευθης ποτέ εις βάρος αλλου, ουτε καί αυτων ακόμη των υπερβολικά αμαρτωλων. Πολλάς φοράς η ταπεινοφροσύνη σώζει αυτόν πού διέπραξε πολλά καί μεγάλα αμαρτήματα. Νά μή θεωρης λοιπόν τόν εαυτόν σου περισσότερον δίκαιον από κάποιον αλλον, διά νά μή κάποτε, αφου αυτοδικαιωθης, καταδικασθης μέ τήν απόφασιν του Θεου. «Δέν κρίνω τόν εαυτόν μου», λέγει ο Παυλος, «διότι δέν συναισθάνομαι τίποτε κατά του εαυτου μου, αλλά μ΄ αυτό δέν ειμαι δικαιωμένος. Αυτός πού μέ κρίνει ειναι ο Κύριός μου».

5. Νομίζεις οτι επιτυγχάνεις κάτι καλόν; Νά ευχαριστης τόν Θεόν καί νά μήν υπερηφανεύεσαι κατά του πλησίον. « Ο καθένας, λέγει, ας εξετάζη τό εργον του καί τότε μόνον ο λόγος της καυχήσεώς του θά ειναι εις τόν εαυτόν του καί οχι εις τόν αλλον». Διότι κατά τί ωφέλησες τόν πλησίον, επειδή ωμολόγησες πίστιν η υπέμεινες διωγμόν εξ αιτίας του ονόματος του Χριστου η υπέφερες τούς κόπους της νηστείας; Η ωφέλεια δέν ειναι αλλου, αλλά ιδική σου. Νά φοβασαι νά μή ομοιάσης τό πέσιμον του διαβόλου. Αυτός αφου υπερηφανεύθη κατά του ανθρώπου, ενικήθη υπό ανθρώπου καί παρεδόθη νά γίνη καταπάτημα εις αυτόν πού ηταν καταπατημένος. Τέτοιο υπηρξε καί τό πέσιμο των Ισραηλιτων. Διότι μέ τό νά υπερηφανευθουν κατά των ειδωλολατρων, πού τούς εθεωρουσαν ως ακαθάρτους, εγιναν πράγματι αυτοί ακάθαρτοι, ενω οι ειδωλολάτραι εκαθαρίσθησαν. Καί εγιναν τά εργα της δικαιοσύνης αυτων ρυπαρά, οπως ειναι τά ράκη της γυναικός πού εχει τά εμμηνα, ενω η ανομία καί η ασέβεια των εθνικων διά της πίστεως εχει εξαλειφθη. Γενικά νά ενθυμησαι τόν λόγον της αληθινης παροιμίας « Ο Κύριος περιφρονει τούς αλαζόνας, αλλά δεικνύει ευμένειαν πρός τούς ταπεινούς». Νά εχης πρόχειρον τόν λόγον του Κυρίου . « Ο καθένας πού υψώνει τόν εαυτόν του θά ταπεινωθη, καί εκεινος πού ταπεινώνει τόν εαυτόν του θά υψωθη». Νά μή γίνεσαι αδικος κριτής του εαυτου σου καί νά μή εξετάζης τά πράγματα χαριζόμενος εις τόν εαυτόν σου. Δηλαδή εάν μέν νομίζης οτι εχεις κάτι καλόν, αυτό νά τό θεωρεις αξιόλογον, νά λησμονης δέ θεληματικως τά σφάλματα πού διέπραξες μήτε νά υπερηφανεύεσαι δι΄ αυτά πού σήμερα επιτυγχάνεις καί νά συγχωρης τόν εαυτόν σου δι΄ αυτά τά κακά πού διέπραξες πρό ολίγου καί παλαιότερα. Αλλά οταν τό παρόν κατόρθωμα σέ ξιπάση, νά φέρης εις τήν μνήμην σου τό παλαιόν καί ετσι θά κατασιγάσης τήν αναίσθητον φλεγμονήν της υπερηφανείας. Καί οταν ιδης τόν πλησίον νά αμαρτάνη, νά μή εξετάσης μόνον αυτό, αλλά νά θυμηθης καί οσα καλά εχει πράξει η πράττει καί πολλάς φοράς θά τόν ευρης νά ειναι καλύτερος από τόν εαυτόν σου, οταν τόν εξετάζης δι΄ ολα καί δέν κρίνης μόνον μερικά. Διότι ουτε ο Θεός κρίνει τόν ανθρωπον μερικως. « Εγώ, λέγει, ερχομαι νά συγκεντρώσω τά εργα καί τούς λογισμούς αυτων». Καί οταν κάποτε επέπληξε τόν Ιωσαφάτ διά τήν πρόσφατον αμαρτίαν του, ενεθυμήθη καί τά κατορθώματά του, μέ τό νά ειπη «εν τούτοις υπάρχει κάτι καλόν μέσα σου».

6. Κάθε φοράν αυτά καί παρόμοια νά επαναλαμβάνωμεν εις τόν εαυτόν μας εναντίον της υπερηφανείας, διά νά υψωνόμεθα, αφου ταπεινώνομεν τούς εαυτούς μας μέ τό νά μιμούμεθα τήν ακραν ταπείνωσιν του Κυρίου, πού κατέβη από τόν ουρανόν καί νά προχωρουμεν αντιθέτως, από τήν ταπείνωσιν εις εξαίσιον υψος. Διότι πράγματι ολόκληρον τήν ζωήν του Κυρίου τήν ευρίσκομεν νά μας παιδαγωγη πρός τήν ταπεινοφροσύνην. Ενω ηταν βρέφος, δέν τόν εβαλαν εις κρεββάτι, αλλά εις τό σπήλαιον καί εις τό παχνί. Επέρασε τήν ζωήν του εις τό σπίτι του ξυλουργου καί της πτωχης μητέρας, υπακούων εις τήν μητέρα καί εις τόν αρραβωνιαστικόν αυτης. Εδιδάσκετο καί ηκουε πράγματα, τά οποια δέν ειχεν ανάγκην νά ακούση ερωτουσε καί μέ τάς ερωτήσεις του εθαυμάζετο διά τήν σοφίαν του. Υπετάσσετο εις τόν Ιωάννην, καί ο Δεσπότης εδέχετο τό βάπτισμα από τόν δουλον. Δέν ανθίστατο εις κανένα από αυτούς πού εξεγείροντο εναντίον του, ουτε αντέτεινε τήν αρρητον εξουσίαν πού ειχεν, αλλ΄ υπεχωρουσεν ωσάν εις περισσότερον δυνατούς καί επέτρεπεν εις τήν πρόσκαιρον εξουσίαν νά φανερώνη τήν δύναμίν της. Εμπρός εις τούς αρχιερεις εστέκετο εις στάσιν δικαζομένου εις τόν ηγεμόνα προσήγετο καί υπέμεινε τήν δίκην καί μολονότι ημπορουσε νά αποδείξη οτι ψεύδονται οι συκοφάνται, υπέμεινε διά της σιωπης τήν συκοφαντίαν των. Επτύετο από τούς δούλους καί τούς τιποτένιους υπηρέτας παρεδίδετο εις τόν θάνατον καί μάλιστα εις τόν πιό αισχρόν διά τούς ανθρώπους θάνατον. Ετσι επέρασεν ολα τά στάδια ως ανθρωπος από τήν γέννησιν ως τό τέλος της ζωης. Καί υστερα από αυτήν τήν ταπείνωσιν φανερώνει τήν δόξαν καί μαζί μέ τόν εαυτόν του δοξάζει καί αυτούς πού μαζί του εγιναν αδοξοι. Απ΄ αυτούς πρωτοι ειναι οι μακάριοι μαθηταί αυτοί πού πτωχοί καί γυμνοί διέτρεξαν ολόκληρον τήν οικουμένην, χωρίς νά εχουν τήν σοφίαν του λόγου, χωρίς νά συνωδεύονται από πληθος υπηρετων, αλλά μοναχοί καί σάν αλητες καί ερημοι διέτρεχαν τήν ξηράν καί τήν θάλασσαν εμαστιγώνοντο, ελιθοβολουντο, εδιώκοντο καί τέλος εφονεύοντο. Αυτά ειναι δι΄ ημας πατρικά καί θεια διδάγματα. Αυτούς ας μιμηθουμεν, διά νά ανατείλη εις ημας από τήν ταπείνωσιν αιώνιος δόξα, η τελεία καί αληθινή δωρεά του Χριστου.

7. Πως λοιπόν, αφου απαλλαγουμεν από τόν καταστρεπτικόν ογκον της υπερηφανείας, θά φθάσωμεν εις τήν σωτήριον ταπεινοφροσύνην; Εάν ασκούμεθα εις αυτήν μέ ολα τά μέσα καί δέν παραμελουμεν τίποτε μέ τήν ιδέαν οτι παρά ταυτα δέν θά βλαβουμεν. Διότι η ψυχή ομοιώνεται πρός αυτά πού σπουδάζει καί λαμβάνει τόν τύπον αυτων πού πράττει καί συμμορφώνεται πρός αυτά. Ας ειναι εις σέ καί η εμφάνισις καί το ενδυμα καί τό περπάτημα καί τό κάθισμα καί η δίαιτα καί η ετοιμασία του κρεββατιου καί τό σπίτι καί τά οικιακά σκεύη ολα εξησκημένα πρός τήν ταπείνωσιν. Ακόμη καί ο λόγος καί τό ασμα καί η συναναστροφή μέ τόν πλησίον καί αυτά νά αποβλέπουν πρός τήν ταπεινοφροσύνην μαλλον παρά πρός υπερηφάνειαν. Νά μή, παρακαλω, κάμνης λόγους σοφιστικούς, μήτε νά ψάλλης μέ υπερβολικά γλυκειαν φωνήν, μήτε νά διαλέγεσαι υπερήφανα καί αλαζονικά, αλλά εις ολα νά περικόπτης από τό μέγεθος. Νά εισαι καλός πρός τόν φίλον, μαλακός εις τόν υπηρέτην, ανεξίκακος πρός τούς θρασεις, φιλάνθρωπος πρός τούς πτωχούς. Νά παρηγορης τούς πάσχοντας, νά επισκέπτεσαι αυτούς πού βρίσκονται εις θλίψιν νά μή περιφρονης κανένα ποτέ. Νά εισαι γλυκύς εις τάς συνομιλίας, φαιδρός εις τάς απαντήσεις, πρόθυμος, ευκολοπλησίαστος εις ολους. Νά μή κάμνης εγκώμια του εαυτου σου, ουτε νά παρακινης αλλους νά λέγουν νά μή δέχεσαι απρεπη λόγια καί νά σκεπάζης οσα ειναι δυνατόν από τά προτερήματά σου. Νά κατηγορης τόν εαυτόν σου διά τά αμαρτήματα καί νά μή περιμένης τούς ελέγχους των αλλων, διά νά γίνεις ομοιος πρός τόν δίκαιον ο οποιος πρωτος αυτός κατηγορει τόν εαυτόν του, διά νά ομοιάσης τόν Ιώβ, ο οποιος δέν απέφυγε τό πληθος των ανθρώπων της πόλεως, προκειμένου νά εξομολογηθη εις αυτούς τό αμάρτημά του. Νά μή εισαι αυστηρός στίς επιτιμήσεις καί νά μή ελέγχης γρήγορα καί μέ εμπάθειαν, (διότι αυτό ειναι αυθάδεια) μήτε νά καταδικάζης τόν αλλον διά μικρά σφάλματα, ωσάν ο ιδιος νά εισαι ακριβοδίκαιος. Νά περιμαζεύης αυτούς πού πέφτουν εις παραπτώματα καί νά τούς διορθώνεις πνευματικά, οπως συμβουλεύει καί ο απόστολος, λέγων «νά προσέχης τόν εαυτόν σου μήπως καί σύ πέσης σέ πειρασμόν». Καί οταν φροντίζης τόσον διά νά μή δοξάζεσαι από τούς ανθρώπους, οσον αλλοι φροντίζουν διά νά δοξάζωνται, νά ενθυμησαι βέβαια τόν Χριστόν, ο οποιος λέγει οτι η εκούσιος δόξα από τούς ανθρώπους καί η διάπραξις του καλου διά νά φανη εις τούς ανθρώπους, ζημιώνουν τόν μισθόν από τόν Θεόν, διότι αυτοί, λέγει, «εχουν πάρει τόν μισθόν τους». Νά μή ζημιώνης λοιπόν τόν εαυτόν σου μέ τό νά θέλης νά φαίνεσαι στούς ανθρώπους. Επειδή ο Θεός ειναι μέγας θεατής, νά φιλοδοξήσης νά φαίνεσαι εις τόν Θεόν. Διότι αυτός αποδίδει λαμπρόν μισθόν. Εχεις καταξιωθη μέ τό αξίωμα της προεδρίας καί σέ περιβάλλουν πολλοί ανθρωποι καί σέ δοξάζουν; Νά εξισωθης μέ τούς υπηκόους «νά μή κυριαρχητε, λέγει, επάνω εις αυτούς πού σας ελαχε νά ποιμαίνετε», ουτε νά εξουσιάζετε οπως οι κοσμικοί αρχοντες. Διότι ο Κύριος διέταξε «αυτός πού θέλει νά ειναι πρωτος, πρέπει νά ειναι δουλος ολων». Καί διά νά ομιλήσωμεν γενικά, ετσι νά επιδιώκεις τήν ταπεινοφροσύνην, ωσάν νά τήν εχεις ερωτευθη. «Νά τήν αγαπήσης καί αυτή θά σέ δοξάση». Ετσι θά βαδίσης σωστά πρός τήν αληθινήν δόξαν, τήν αγγελικήν, τήν θείαν. Ο Χριστός θά σέ ομολογήση ως πραγματικόν μαθητήν του εμπρός εις τούς αγγέλους καί θά σέ δοξάση, εάν μιμηθης εις τήν ταπεινοφροσύνην αυτόν, πού λέγει «μάθετε από εμέ οτι ειμαι πραος καί ταπεινός κατά τήν καρδίαν καί θά ευρητε ανάπαυσιν εις τάς ψυχάς σας». Εις αυτόν πρέπει η δόξα καί η δύναμις εις τούς αιωνας των αιώνων. Αμήν.