Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥΔΗΣ

Η ταπείνωση καί η θεωρία.

25. Θαυμαστά τά εργα Σου, Κύριε, καί διαπιστώνοντάς τα η ψυχή μου εξίσταται. Η αιτία της υψώσεως του νου γίνεται πολύ μεγάλη αφορμή γιά ταπείνωση, κι εκεινο πού υψώνει απείρως τήν ψυχή, αυτό τό ιδιο τήν ταπεινώνει υπερβολικά. Πως δηλαδή αρχή της θεωρίας ειναι η ταπείνωση, καί τελείωση της ταπεινώσεως η θεωρία. Ακόμη καί αν κανείς γνωρίσει ολη τή σοφία του κόσμου τούτου, χωρίς ταπείνωση ειναι αδύνατο νά αποκτήσει υψοποιό θεωρία. Λέω υψοποιό θεωρία, γιά νά τή διακρίνω από τή θεωρία πού ειχαν οι Ελληνες, πού δέν ηταν υψοποιός. Χωρίς υψοποιό θεωρία δέν ειναι δυνατό νά ταπεινωθει ο ανθρωπος ουτε αν κάμψει τό λαιμό του σάν κρίκο. Ω η ανείπωτη σοφία του σοφου Δημιουργου μας! Ποιός εννόησε ποτέ κάτι τέτοιο πρίν τό δει, από ταπείνωση υψιστη ανύψωση, ειτε από τά υψη υπερβολική ταπείνωση; Θά μπορουσε κανείς νά πει καί γιά τό θεόμορφο νου οτι «αυτός πού κατέβηκε, ο ιδιος ειναι καί πού ανέβηκε», καί νά προσθέσει σ΄ αυτό οτι «αυτός πού ανέβηκε, ο ιδιος ειναι καί πού κατέβηκε». Γιατί οταν ο νους μέ βαθιά γνώση φτάσει μέσω της χάρης στά υψιστα μέ ταπείνωση καί χαίρεται σάν οικεια του τά θεια πού ξεπερνουν τό λόγο, τότε νιώθει κατώτερος απ΄ ολα μέ τήν ταπείνωση. Λέει ο Δαβίδ: «Κύριε, δέν υψώθηκε η καρδιά μου, καί τά μάτια μου δέν κοίταξαν ψηλά, καί δέν εκανα πράγματα πού προξενουν τό θαυμασμό καί ειναι πάνω από τίς δυνάμεις μου, παρά οταν ταπεινοφρονουσα». Ο νους ομως, μαζί μέ αυτό, μπορει νά πει οχι ανάρμοστα καί τό αντίθετο: «Κύριε, δέν ταπεινώθηκα καί δέν ταλάνισα τόν εαυτό μου καί δέν τόν ονόμασα χωμα καί στάχτη, παρά οταν υψώθηκε η καρδιά μου καί τά μάτια μου κοίταξαν ψηλά κι εζησα πράγματα μεγάλα καί θαυμαστά πού υπερβαίνουν τίς δυνάμεις μου». Ω θαυμαστέ Δημιουργέ Βασιλευ, φέρνεις σέ εκσταση τήν καρδιά μου οταν κατανοει τό εργο της σοφίας Σου, τό νου, ο οποιος εχει δημιουργηθει σοφός από τήν πρόνοιά Σου.

Γιά τό ιδιο θέμα.

26. Ο νους πού επιστρέφει μέ τή βοήθεια της χάρης στό Θεό, στήν αρχή κατέχεται από μιά κατάσταση αυτοκατηγορίας, γι΄ αυτό καί ο ανθρωπος πού εχει αυτόν τό νου πενθει καί θρηνει καί πονει καί κλαίει καί συντρίβει οσο επιβάλλεται τήν καρδιά του καί μέρα μέ τή μέρα καθαρίζει τήν εμπάθειά της καί ταπεινώνεται, οπως ειναι ευλογο, οχι βέβαια χωρίς πολλή λύπη. Οταν πάλι πετύχει μέ τή δωρεά του Χριστου τήν αναγκαία κάθαρση μέσω της ησυχίας καί αρχίσει νά βλέπει νοερά τά νοητά καί νά υψώνεται πρός τό Θεό καί τή δόξα Του καί νά ατενίζει σταθερά πρός τά εκει, πέφτει μετά τήν πρώτη αυτοκατηγορία σέ μιά δεύτερη, νοερή, μεγάλη, χωρίς διέξοδο, συνεχή καί αδιάκοπη. Καί από αυτό αποκτα τότε πράγματι βεβαιότερη καί βαθύτερη ταπείνωση· σέ τέτοιο βαθμό, ωστε κι αν ηταν δυνατόν ολοι οι ανθρωποι ολοφάνερα νά τόν μακαρίζουν, αυτός καί τότε ακόμα βλέπει τόν εαυτό του μέ τήν αισθηση της ψυχης του καί αληθινά χειρότερο από τόν οποιοδήποτε ανθρωπο, αλλά καί από αυτόν πού δέν ειναι απολύτως τίποτε. Γιατί εκεινος πού δέν υπάρχει, δέν μπορει νά αμαρτήσει, ενω αυτός βλέπει τόν εαυτό του νά αμαρτάνει διαρκως. Στήν κατάσταση αυτή της ταπεινώσεως ομως χαίρεται τίς πιό πολλές φορές καί αγάλλεται, γιά τόν εαυτό του βέβαια διόλου, γιατί πως νά χαίρεται εκεινος πού κατηγορει πάντοτε τόν εαυτό του οτι αμαρτάνει; Χαίρεται γιά τόν φιλεύσπλαχνο Θεό πού ειναι πιό κοντά καί από τήν πνοή του η, γιά νά τό πω πιό φανερά, πού μέσα από τήν καρδιά του δημιουργει καί κινει ρεύματα ουρανίου φωτός καί αέναους ποταμούς θαυμασίων του Πνεύματος καί καταφωτίζει τό νου καί μόνο πού δέν του λέει ξεκάθαρα: «Ειμαι μαζί σου». Καί αφου τόν εχει φίλο Του, του αποκαλύπτει χειροπιαστά ο Θεός τά μυστήριά Του καί τόν χαροποιει. Καί τότε του ερχεται καί λέει ο,τι καί ο Δαβίδ: «Δέ μας τιμώρησε σύμφωνα μέ τίς ανομίες μας ουτε μας ανταπέδωσε ανάλογα μέ τίς αμαρτίες μας». Καί λέει οπως ο Παυλος: « Εχομε σωθει μέ τή χάρη Του», παρ΄ ολο πού εργάζεται ολες τίς θειες εντολές οσο μπορει καί μισει μέ ολη του τή δύναμη κάθε τρόπο αδικο καί προσπαθει μέ μεγάλη επιμέλεια νά μήν παραλείψει τίποτε από οσα τείνουν στή σωτηρία, οσο του ειναι δυνατό. Οποιος βλέπει οτι του λείπει η αισθηση γι΄ αυτά καί διαπιστώνει οτι δέν τά ζει, αυτός δέ δοκίμασε ακόμη τήν πιό αληθινή θεωρία, δέν αρχισε ακόμη νά κλαίει μέ ασταμάτητα δάκρυα, δέν εφτασε στήν ενότητα της πίστεως καί τήν επίγνωση της αλήθειας, δέ βλέπει πραγματικά τή θεία δόξα, ουτε τά πέρα από τά ανθρώπινα πράγματα, καί μέ μιά λέξη, δέν ελαβε τή γνώση γιά τό θειο καί ανθρώπινο νόημα των πραγμάτων.