Κυριακή 11 Ιουλίου 2010


Προσωπογραφία του Ταπεινόφρονα

Μεγάλου Βασιλείου

«Μέ ποιό τρό­πο θά φτά­σου­με στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, πού ει­ναι σω­τή­ρια α­ρε­τή; Μή­πως ο­ταν α­πο­βάλ­λου­με τό ο­λέθριο ε­ξό­γκω­μα της υ­πε­ρη­φά­νειας; Καί βέ­βαια, αν σέ ο­λα κά­νου­με αυ­τή τήν προ­σπά­θεια καί δέν πα­ρα­με­λου­με τί­πο­τε μέ τήν πρό­φα­ση ο­τι τά­χα δέ θά βλα­φτου­με. Για­τί η ψυ­χή ε­ξο­μοιώ­νε­ται μ΄ε­κει­να πού κά­νου­με, καί λα­βαί­νει τόν τύπο ε­κεί­νων πού κά­νει, καί δια­μορ­φώ­νε­ται α­νά­λο­γα πρός αυ­τά.

Καί η εμ­φά­νι­ση καί τό εν­δυ­μα καί ο τρό­πος του βα­δί­σμα­τος καί τό κά­θι­σμα καί ο τρό­πος της τροφης καί τό σπί­τι καί τά σκεύ­η του σπι­τιου. Ας ει­ναι ο­λα τα­κτο­ποι­η­μέ­να μέ α­πλό­τη­τα· α­κό­μη καί ο λό­γος καί τό α­σμα καί η συ­νά­ντη­ση μέ τόν πλη­σί­ον, καί αυ­τά ας α­πο­βλέ­πουν κα­λύ­τε­ρα στή χρή­ση του μέ­τρου, πα­ρά στήν ε­πι­δει­κτι­κή ε­ξόγκω­ση.

Μήν χρη­σι­μο­ποιεις σο­φι­στι­κούς κο­μ­πα­σμούς στό λό­γο, στά α­σματα υ­περ­βο­λι­κά γλυ­κιές φω­νές, ου­τε συ­ζη­τή­σεις υ­πε­ρή­φα­νες καί φορ­τι­κές γιά τούς αλ­λους, αλ­λά σέ ο­λα νά ε­λατ­τώ­νεις τήν ε­πι­δει­κτι­κή με­γα­λο­ποί­η­ση. Νά ει­σαι ω­φέ­λι­μος στό φί­λο, η­ρε­μος πρός τόν υ­πη­ρέ­τη, α­νε­ξί­κα­κος πρός τούς θρα­σεις, φι­λάν­θρω­πος πρός ε­κεί­νους πού βρί­σκο­νται σέ χα­μη­λή κοι­νω­νική κα­τά­στα­ση. Νά πα­ρη­γο­ρεις τούς πά­σχο­ντες. Νά ε­πι­σκέ­πτε­σαι ε­κεί­νους πού βρί­σκο­νται σέ θλί­ψεις. Νά μήν πε­ρι­φρο­νεις κα­νέ­ναν α­πο­λύ­τως. Νά ει­σαι ευ­χά­ρι­στος στήν προ­σφώ­νη­ση, α­νοι­χτό­καρ­δος στήν α­πά­ντη­ση, βο­λι­κός, ευ­κολό­πι­στος σέ ο­λους. Νά μήν ε­γκω­μιά­ζεις τόν ε­αυ­τό σου, ου­τε καί τούς αλ­λους νά πα­ρα­κι­νεις νά σέ ε­γκω­μιά­ζουν. Νά μή δέ­χε­σαι α­σε­μνο λό­γο. Νά κρύ­βεις οσα μπο­ρεις α­πό τά πλε­ο­νε­κτή­μα­τά σου. Γιά τά α­μαρ­τή­μα­τά σου νά γί­νε­σαι ο ι­διος κα­τή­γο­ρος του ε­αυ­του σου καί νά μήν α­να­μέ­νεις τούς ε­λέγ­χους των αλ­λων, ω­στε νά μοιά­ζεις μέ τόν Ιώβ, ο ο­ποιος δέν α­πέ­φυ­γε τόν πο­λύ ο­χλο της πό­λε­ως, γιά νά ε­ξο­μο­λο­γη­θει μπρο­στά τους τό σφάλ­μα του. Νά μήν ει­σαι αυστη­ρός στίς ε­πι­πλή­ξεις καί νά μήν ε­λέγ­χεις γρή­γο­ρα μέ ε­μπά­θεια (για­τί αυτό ει­ναι αυ­θά­δεια)· ου­τε νά κα­τα­δι­κά­ζεις τόν αλ­λο γιά μι­κρά σφάλ­μα­τα, σάν νά ει­σαι σύ α­κρι­βο­δί­καιος... Νά μήν βλάπτεις λοι­πόν τόν ε­αυ­τό σου, θέ­λο­ντας νά φά­ι­νε­σαι σπου­δαιος στούς αν­θρώ­πους. Ε­πει­δή ο Θε­ός ει­ναι ο μέ­γας θε­α­τής, νά στρέ­ψεις τή φι­λο­δο­ξί­α σου στό Θε­ό»[1]

«νά ει­σαι τα­πει­νός»

« Ο­σο ει­σαι σπου­δαιος, αλ­λο τό­σο νά ει­σαι τα­πει­νός. Ο­ταν α­νεβεις ψη­λά, ε­χεις α­νά­γκη νά πά­ρεις τά μέ­τρα σου, γιά νά μήν πέ­σεις... Για­τί εχεις με­γά­λη ι­δέ­α γιά τόν ε­αυ­τό σου, ενω ει­σαι αν­θρω­πος, συγ­γε­νής μέ τή γη, τό ι­διο πράγ­μα μέ τή στά­κτη σέ ο­λα: καί στή φύ­ση καί στή γνώ­μη καί στήν ε­κλο­γή των πραγ­μά­των. Σή­με­ρα ει­σαι πλού­σιος, αυ­ριο φτω­χός· σή­με­ρα υ­γι­ής, αυ­ριο αρ­ρω­στος· σή­με­ρα χα­ρού­με­νος, αυ­ριο λυ­πη­μέ­νος· σή­με­ρα δο­ξα­σμέ­νος, αυ­ριο πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος· σή­με­ρα νέ­ος, αυ­ριο γέ­ρος. Μή­πως κά­τι α­πό τά αν­θρώ­πι­να πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό; Η μή­πως, α­ντί­θε­τα, τό κα­θε­τί μι­μει­ται τήν κί­νη­ση των πο­ταμων πού κυ­λουν; Δέν προ­λα­βαί­νου­με κα­λά κα­λά νά τό δου­με, καί μας ε­γκατα­λεί­πει πιό γρή­γο­ρα α­πό τή σκιά. Για­τί λοι­πόν, αν­θρω­πέ μου, ε­χεις α­λα­ζονεί­α, ενω ει­σαι κα­πνός, μα­ταιό­τη­τα; Πράγ­μα­τι, ο αν­θρω­πος ταυ­τί­ζε­ται μέ τή μα­ταιό­τη­τα. Οι η­μέ­ρες της ζωης του ει­ναι σάν χορ­τά­ρι. Ξε­ραί­νε­ται τό χορτά­ρι καί τό αν­θος του πέ­φτει μα­ρα­μέ­νο»[2]