Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΟ­ΦΡΟ­ΣΥ­ΝΗ ΛΟ­ΓΙ­ΣΜΟΣ

Bλέπoυ­με τήν τα­πεινoφρoσύ­νη νά ε­χει πoλύ κέρ­δoς, νά μή βρί­σκε­ται όμως ευκoλα πoυ­θε­νά, καί τα­πεινoλoγί­α βέ­βαια βρί­σκεις πoλλή καί πέ­ρα α­πό τό κανoνι­κό, τα­πεινoφρoσύ­νη όμως πoυ­θε­νά. ‘Aλλά ο μα­κά­ριoς Παύλoς τόσo τήν ε­πι­δί­ω­κε, ω­στε νά ε­πινoεί πα­ντoυ πoλλές πρoφά­σεις γιά νά τα­πει­νώ­νει τό λoγι­σμό τoυ. ‘Eπειδή λoι­πόν φυ­σι­κό εί­ναι νά κoπιάζoυν πρό πά­ντων ε­κεινoι πoύ θέλoυν νά εί­ναι ταπεινoί, ε­κει πoύ συ­ναι­σθάνoνται τά­με­γά­λα κατoρθώ­μα­τα, εί­ναι φυ­σι­κό αυ­τός νά βιά­ζε­ται πoλύ α­πό τή α­γα­θή συ­νεί­δη­ση, εξoγκoύ­μενoς σάν α­πό κάπoιo ρευ­μα.[i]

ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΟΣ

“Για­τί αυ­τός πoύ ει­ναι τα­πει­νός καί δέν ε­χει με­γά­λη ι­δέα γιά τόν ε­αυ­τό τoυ γί­νε­ται πιό ε­πι­με­λής, ο­ταν λά­βει ε­να χά­ρι­σμα, ε­πει­δή τό ε­λα­βε χω­ρίς ν’α­ξί­ζει καί ε­πει­δή θε­ω­ρει τόν ε­αυ­τό τoυ α­νά­ξιo γι’αυ­τό. Aυ­τός όμως πoύ νoμί­ζει ο­τι ε­χει κατoρθώ­σει κά­τι, θε­ω­ρει ο­τι τό πραγ­μα ει­ναι οφει­λή πρός αυ­τόν καί φoυ­σκώ­νει α­πό α­λαζoνεί­α. Ω­στε ο Θε­ός oίκoνoμει τό πραγμα αυ­τό πως συμ­φέ­ρει. Aυ­τό μπoρει νά τό δει κα­νείς νά συμ­βαί­νει καί στήν ‘Eκκλη­σί­α, για­τί αλ­λoς oυ­τε τό στό­μα τoυ μπoρει νά ανoί­ξει. Kα­νείς λoι­πόν ας μή λυπα­ται γι’ αυ­τό, για­τί “στόν κα­θέ­να δί­νε­ται η φα­νέ­ρω­ση τoυ Aγίoυ Πνεύ­ματoς γιά κάπoιo κα­λό”. Aν δη­λα­δή ε­νας oικoδε­σπό­της γνω­ρί­ζει τί νά ε­μπι­στευ­θει στόν κα­θέ­να, πoλύ πε­ρισ­σό­τερo ο Θε­ός πoύ γνω­ρί­ζει κα­λά τό νoυ των αν­θρώ­πων καί ξέ­ρει τά πά­ντα πρίν γεν­νηθoυν αυτoί. Eνα ει­νια μόνo τό α­ξιo λύ­πης, η α­μαρτί­α, καί κα­νέ­να αλ­λo.[ii]

ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΩ­ΣΗ Ε­ΛΕ­Η­ΜΟ­ΣΥ­ΝΗ

Oλoι όμως ας τα­πει­νώσoυ­με τίς ψυ­χές μας μέ τήν ε­λε­ημoσύ­νη, μέ τό νά συγ­χωρoυ­με τίς α­μαρ­τί­ες των συν­σνθρώ­πων μας, μέ τό νά μήν μνη­σι­κακoυμε καί μέ τό νά μήν εκ­δικoύ­μα­στε. Aν εν­θυμoύ­μα­στε συ­νέ­χεια τά σφαλ­μά­τα μας, δέ θά μπoρέ­σει κα­νέ­να α­πό τά ε­ξω πράγ­μα­τα νά μας ο­δη­γή­σει σέ α­λαζoνεί­α, oυτε τά πλoύ­τη, oυ­τε η δύ­να­μη, oυ­τε η εξoυ­σί­α, oυ­τε η εξoυ­σί­α, oυ­τε η τι­μή, αλ­λά, αν αν α­κό­μη κα­θίσoυ­με στό βα­σι­λι­κό ο­χη­μα, θά στε­νάξoυ­με πι­κρά. Για­τί καί ο μακα­ριoς Δα­βίδ η­ταν βα­σι­λιάς καί ε­λε­γε, “θά λoύ­ζω κά­θε νύ­χτα τό κρεβ­βάτι μoυ”[iii], καί δέ ζη­μιώ­θη­κε κα­θόλoυ α­πό τή βα­σι­λι­κή πoρφύ­ρα καί τό στέμ­μα καί δέν α­λαζoνεύ­θη­κε, καί ε­πει­δή ει­χε συντε­τριμ­μέ­νη τήν καρ­διά τoυ θρηνoυ­σε.[iv]

Tί λoι­πόν ει­ναι τά αν­θρώ­πι­να πράγ­μα­τα; Στά­χτη καί σκό­νη, καί καί σάν χνoύ­δι μπρoστά στόν α­νεμo, κα­πνός καί σκιά, φύλ­λo πε­ρι­φε­ρό­μενo εδω καί ε­κει καί αν­θoς, ο­νειρo καί μύθoς καί πα­ρα­μύ­θι, α­νεμoσ καί α­έ­ρας α­πλως σι­γα­νός πoύ φεύ­γει καί χά­νε­ται, φτε­ρό πoύ δέ στέ­κε­ται, φύ­ση­μα α­έ­ρα πoύ τρέ­χει, καί οτι­δήπoτε αλ­λo υ­πάρ­χει πιό μη­δα­μι­νό α­πό αυ­τά...[v]

ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΟ­ΦΡΟ­ΣΥ­ΝΗ

“Τί­πο­τε λοι­πόν άλ­λο δέ ση­μαί­ναι αυ­τό τό “κλτος” πα­ρά δι­δα­σκα­λί­α τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καί γκρέ­μι­σμα ε­γω­ι­σμού καί συ­ντρι­βή κά­θε α­λα­ζο­νεί­ας. Για­τί δέν υ­πάρ­χει τί­πο­τε, πραγ­μα­τι­κά τί­πο­τε, πού νά μπο­ρεί νά μάς συ­γκρα­τεί καί νά μάς δια­φυ­λάσ­σει τό­σο, ό­σο η τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί τό νά εί­μα­στε με­τριό­φρο­νες καί συ­νε­σταλ­μέ­νοι καί νά μη σχη­μα­τί­ζου­με πο­τέ κα­μιά με­γά­λη ι­δέ­α γιά τόν ε­αυ­τό μας. Αυ­τό τό πράγ­μα γνω­ρί­ζο­ντας κα­λά καί ο Χρι­στός καί αρ­χί­ζο­ντας τήν πνευ­μα­τι­κή ε­κεί­νη δι­δα­σκα­λί­α, άρ­χι­σε πρώ­τα τήν πα­ραί­νε­ση α­πό τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, καί ό­ταν ά­νοι­ξε τό στό­μα του αυ­τόν τό νό­μο πα­ρου­σί­α­σε πρώ­τα, λέ­γο­ντας αυ­τό”μα­κά­ριοι οι φτω­χοί τω πνεύ­ματι” (Ματ­θ. 5, 3).

Ο­πως λοι­πόν ό­ταν πρό­κει­ται κά­ποιος νά χτί­σει έ­να με­γά­λο καί ε­πιβλη­τι­κό σπί­τι, βά­ζει καί α­νά­λο­γο θε­μέ­λιο, ώ­στε νά μπο­ρέ­σει νά βα­στά­ξει τό προ­στι­θέ­με­νο αρ­γό­τε­ρα βά­ρος, έ­τσι α­κρι­βώς καί ο­Χρι­στός, ση­κώ­νο­ντας στίς ψυ­χές τους τή με­γά­λη ε­κεί­νη οι­κο­δο­μή της πί­στης, βά­ζει πρώ­τα, σάν κά­ποιο θε­μέ­λιο καί αρ­χή στα­θε­ρή καί βά­ση μνι­μη καί α­κί­νη­τη, τήν πα­ραί­νε­ση της ταπει­νο­φρο­σύ­νης, ε­πει­δή γνώ­ρι­ζε πώς ό­ταν αυ­τή ρι­ζώ­σει στίς ψυ­χές των α­κρο­ατών ό­λα τά άλ­λα μέ­ρη της α­ρε­τής μπο­ρούν νά χτί­ζο­νται μέ α­σφά­λεια. Ο­ο­πως λοιπόν ό­ταν αυ­τή α­που­σιά­ζει καί αν α­κό­μη κα­τορ­θώ­σει κά­ποιος ό­λη τήν υ­πό­λοιπη α­ρε­τή, κό­πια­σε ά­σκο­πα καί μά­ταια καί ά­χρη­στα, σάν ε­κεί­νον πού έ­χτι­σε τό σπί­τι του ε­πά­νω στήν άμ­μο, ό ό­ποί­ος βέ­βαια υ­πέ­μει­νε τόν κό­πο, αλ­λά δέ χά­ρη­κε τό κέρ­δος, για­τί δέν έ­βα­λε στα­θε­ρό θε­μέ­λιο, έ­τσι καί αυ­τός πού χω­ρίς τα­πεινο­φρο­σύ­νη ε­πι­διώ­κει ο­ποι­δή­πο­τε α­γα­θό, τά έ­χα­σε καί τά κα­τέ­στρε­ψε ό­λα.

Καί λέ­γο­ντας τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, δέν εν­νο­ώ τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη πού βρί­σκε­ται στά λό­για, ού­τε ε­κεί­νη πού βρί­σκε­ται πά­νω στή γλώσ­σα, αλ­λά τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη πού βρί­σκε­ται μέ­σα στό νού, πού προ­έρ­χε­ται α­πό τήν ψυ­χή, πού βρί­σκε­ται μέ­σα στήν συ­νεί­δη­ση, πού μό­νο ο Θεός μπο­ρεί νά τή βλέ­πει. Φθά­νει αυ­τή η α­ρε­τή, καί ό­ταν πα­ρου­σιά­ζε­ται μό­νη της πολ­λές φο­ρές, νά ε­ξι­λε­ώ­σει τό Θε­ό. Καί αυ­τό τό φα­νέ­ρω­σε ο τε­λώ­νης. Για­τί αυ­τόν παρ ό­λο πού δέν εί­χε κανέ­να α­γα­θό καί δέν μπο­ρού­σε νά πα­ρου­σια­σθεί α­πό τά κα­τορ­θώ­μα­τα του, λέ­γοντας μό­νο, “ε­λε­η­σόν με τόν α­μαρ­τω­λό”, κα­τέ­βη­κε α­πό τό να­ό δι­καιω­μένος, πα­ρά ο φα­ρι­σαί­ος, μο­λο­νό­τι βέ­βαια τά λό­για ε­κεί­να δέν ή­ταν α­πό­δει­ξη τα­πει­νο­φρο­σύ­νης αλ­λά μό­νο ευ­γνω­μο­σύ­νης. Για­τί τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εί­ναι όταν κά­ποιος, αν καί α­να­γνω­ρί­ζει στόν ε­αυ­τό του με­γά­λη α­ξί­α, δέ φα­ντά­ζε­ται γιά τόν ε­αυ­τό του τί­πο­τε με­γά­λο, ε­νώ ευ­γνω­μο­σύ­νη εί­ναι ό­ταν κάπ­πιος, ε­νώ εί­ναι α­μαρ­τω­λός, τό ο­μο­λο­γεί αυ­τό. Αν ό­μως ε­κεί­νος πού δέν α­να­γνώ­ρι­ζε στόν ε­αυ­τό του κα­νέ­να α­γα­θό α­πέ­σπα­σε τό­ση εύ­νοια α­πό τό Θε­ό, ε­πει­δή ο­μό­λό­γησε αυ­τό α­κρι­βώς πού ή­ταν, πό­ση παρ­ρη­σί­α θ α­πο­λαύ­σουν αυ­τοί πού μπο­ρούν νά πούν τά πολ­λά τους κα­τορ­θώ­μα­τα, αλ­λά ό­λα τά ξε­χνούν καί συ­γκα­τα­λέ­γουν τόν ε­αυτ ό τους α­νά­με­σα στούς τε­λευ­ταί­ους; Ε­τσι α­κρι­βώς έ­κα­με καί ο Παύλος. Για­τί, αν καί ή­ταν πρώ­τος απ ό­λους τούς δι­καί­ους, έ­λε­γε ό­τι αυ­τός ή­ταν πρώ­τος α­πό τούς α­μαρ­τω­λούς (Α Τιμ. 1, 15), καί ό­χι μό­νο τό έ­λε­γε, αλ­λά τό εί­χε πι­στέ­ψει. Επει­δή α­πό τό δά­σκα­λο του δι­δά­χθη­κε πώς ό­ταν τά κά­νου­με ό­λα πρέ­πει νά ο­νομά­ζου­με τούς ε­αυ­τούς μας ά­χρη­στους δού­λους (Λουκ. 17, 10).

. . Για­τί, αν συ­μπε­ρι­φε­ρό­μα­στε έ­τσι, μάς αρ­κεί αυ­τό γιά προ­σφο­ρά καί θυ­σί­α, ό­πως καί ο Δαυ­ίδ έ­λε­γε “θυ­σί­α τώ θε­ώ πνεύ­μα συ­ντε­τριμ­μέ­νον, καρδί­αν συ­ντε­τριμ­μέ­νην καί τε­τα­πει­νω­μέ­νην ο Θεός ούκ ε­ξου­δε­νώ­σει”. Δέν εί­πε α­πλώς τα­πει­νω­μέ­νη, αλ­λά καί συ­ντριμ­μέ­νη, για­τί τό συ­ντριμ­μέ­νο εί­ναι καί θρυμ­μα­τι­σμέ­νο, ού­τε βέ­βαια, αν θέ­λει, μπο­ρεί νά υ­πε­ρη­φα­νευ­θεί. Ε­τσι καί ε­μείς ας μή τα­πει­νώ­νου­με μό­νο τήν ψυ­χή μας, αλ­λά καί ας τή συ­ντρί­ψου­με καί ας τή θρυμ­μα­τί­σου­με καί συ­ντρί­βε­ται ό­ταν θυ­μά­ται συ­νέ­χεια τά δι­κά της α­μαρ­τή­μα­τα. Αν τήν τα­πει­νώ­σου­με έ­τσι, δέν θά μπο­ρέ­σει, έ­στω καί νά τό θέ­λει, νά υ­πε­ρη­φα­νευ­θεί, για­τί η συ­νεί­δη­ση σάν κά­ποιο χα­λι­νά­ρι τήν στα­μα­τά­ει ό­ταν ση­κώ­νε­ται καί τήν συ­γκρα­τεί καί τήν πεί­θεθ νά εί­ναι με­τρη­μέ­νη σέ όλα.

Ε­τσι θά μπο­ρέ­σου­με νά βρού­με καί χά­ρη ε­νώ­πιον του θε­ου. “ό­σω γάρ μέ­γας εί” λέ­γει η Γρα­φή “το­σού­τω τα­πεί­νου σε­αυ­τόν, καί ε­να­ντί­ον Κυ­ρί­ου ευ­ρή­σεις χά­ριν” (Σοφ. Σειρ. 3, 18). Ε­κεί­νος ό­μως πό­υ βρή­κε χά­ρη ε­νώπιον του Θεού, δέ θά αια­σθαν­θεί καμ­μιά δυ­σκο­λί­α, αλ­λά καί ε­δώ θά μπο­ρέ­σει μέ τή χά­ρη του Θεού νά ξε­πε­ρά­σει εύ­κο­λα ά­λα ε­κεί­να τά δει­νά καί ν α ξε­φύ­γει τίσ τι­μω­ρί­ες πού υ­παρ­χουν στή ζω­ή γιά τούς α­μαρ­τω­λούς, για­τί η χά­ρη πη­γαίνει πα­ντού πρίν απ αυ­τόν καί του ε­ξευ­με­νί­ζει τά πά­ντα.[vi]

“Καί αν α­κό­μη αν­εβού­με στήν ί­δια κο­ρυ­φή της α­ρε­τής, ας θε­ω­ρούμε τούς ε­αυ­τούς μας τε­λευ­ταί­ους α­πό­λους, α­φού μά­θα­με ό­τι καί α­πό του ί­διους τούς ου­ρα­νούς η α­λα­ζο­νεί­α μπο­ρεί νά κα­ταρ­ρί­ψει ε­κεί­νον πού δέν προσέ­χει, καί ό­τι α­πό τήν ί­δια τήν ά­βυσ­σο των α­μαρ­τη­μά­των η τα­πει­νο­φρο­σύ­νη μπο­ρεί νά αν­βά­σει υ­ψη­λά ε­κεί­νον πού ξέ­ρει νά συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται μέ με­τριο­φρο­σύ­νη. Για­τί αυ­τή έ­στη­σε τόν τε­λώ­νη μπρο­στά α­πό τόν φα­ρι­σαί­ο, ε­νώ ε­κεί­νη, δη­λα­δή η α­λα­ζο­νεί­α καί υ­πε­ρη­φά­νεια, νί­κη­σε καί α­σώ­μα­τη δύ­να­μη, τό διά­βολο, ε­νώ η τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί η ε­πί­γνω­ση των α­μαρ­τη­μά­των του ει­σή­γα­γε τόν λή­στη στόν πα­ρά­δει­σο πρίν α­πό τούς α­πο­στό­λους. Αν ό­μως αυ­τοί πού ο­μο­λο­γούν τά δι­κά τους α­μαρ­τή­μα­τα χα­ρί­ζουν στόν ε­αυ­τό τους τό­ση με­γά­λη παρ­ρη­σί­α, ε­κεί­νοι πού α­να­γνω­ρί­ζουν στόν ε­αυ­τόν τους πολ­λά α­γα­θά καί τα­πει­νώ­νουν τήν ψυ­χή τους, πό­σα στε­φά­νια δέ θά ε­πι­τυ­χουν; Για­τί ό­ταν η α­μαρ­τί­α εί­ναι ε­νωμέ­νη μέ τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη τρέ­χει μέ τό­ση ευ­κο­λί­α ώ­στε νά ξε­περ­νά­ει καί νά προ­λα­βαί­νει τή δι­καιο­σύ­νη πού συ­νυ­πάρ­χει μέ τήν α­λα­ζο­νεί­α. Αν λοι­πόν τή συν­δέ­σεις μέ τή δι­καιο­σύ­νη πού δέ θά φθά­σει; πό­σους ου­ρα­νούς δέ θά πε­ράσει; Ο­πωσ­δή­πο­τε θά στα­θεί κο­ντά στό θρό­νο του θε­ου α­νά­με­σα στούς αγ­γέ­λους μέ πολ­λή παρ­ρη­σί­α. Αν πά­λι η α­λα­ζο­νεί­α πού συν­δέ­θη­κε μέ τή δι­καιο­σύ­νη μπό­ρε­σε μέ τήν υ­περ­βο­λή καί τήν βα­ρύ­τη­τα της δι­κής της κα­κί­ας νά τα­πει­νώ­σει τήν παρ­ρη­σί­α ε­κεί­νης, αν εί­ναι ε­νω­μέ­νη μέ τήν α­μαρ­τί­α, σέ πό­ση γέ­ε­να δέ θά μπο­ρέ­σει νά γκρε­μί­σει αυ­τόν πού τήν έ­χει;

Αυ­τά τά λέ­γω, ό­χι γιά νά α­δια­φο­ρού­με γιά τή δι­καιο­σύ­νη, αλ­λά γιά νά α­πο­φύ­γου­με τή α­λα­ζο­νεί­α, ό­χι γιά να α­μαρ­τά­νου­με, αλ­λά γιά νά εί­μα­στε με­τριο­φρο­νες. Για­τί η τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εί­ναι θε­μέ­λιο της δι­κής μας α­ρε­τής. Καί αν α­κό­μη οι­κο­δο­μή­σεις ε­πά­νω ά­πει­ρα, εί­τε ε­λευ­μο­σύ­νη εί­τε προ­σευ­χές είτε νη­στεί­α εί­τε κα­θε α­ρε­τή, αν δέν τε­θεί αυ­τή πρώ­τσ, ό­λα θά θά οι­κο­δο­μη­θούν ά­σκο­πα καί μά­ταια, καί θά πέ­σουν εύ­κο­λα κά­τω, ό­ως η οι­κο­δο­μή ε­κεί­νη πού κτίσθη­κε πά­νω στήν άμ­μο. Για­τί δέν υ­πάρ­χει τί­πο­τε πού νά μπο­ρεί νά στα­θεί χωρίς αυ­τήν. Αλ­λά, εί­τε τή σψφρο­σύ­νηπείς, εί­τε τήν παρ­θε­νί­α, εί­τε τήν πε­ρι­φρό­συ­νη των χρη­μά­των, εί­τε ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο, ό­λα εί­ναι α­κά­θαρ­τα καί μο­λυ­σμένα καί βδε­λυ­ρά ό­ταν α­που­σιά­ζει η τα­πει­νο­φρο­σύ­νη. Πα­ντού λοι­πόν ας τήν έ­χου­με μα­ζί μας, στά λό­για, στις πρά­ξεις, στίς σκέ­ψεις, καί μα­ζί της ας τά κτί­ζου­με αυ­τά. [vii]

ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΟ­ΦΡΟ­ΣΥ­ΝΗ Α­ΜΑΡ­ΤΩ­ΛΟΣ

“Eι­ναι ε­πί­δει­ξις, λέ­γει, νά απoκα­λεις τόν ε­αυ­τό σoυ α­μαρ­τω­λό; Nαί, διό­τι απoκτoυ­με φή­μη τα­πεινoφρoσύ­νης, θαυ­μα­ζό­μα­στε, ε­γκω­μια­ζό­μα­στε, ε­άν όμως πoυ­με τά α­ντί­θε­τα γιά τoύς ε­αυτoύς μας, μας πε­ρι­φρoνoυν. Ω­στε καί αυ­τό τό κάνoυ­με γιά τή δό­ξα. Kαί τί ει­ναι τα­πεινoφρoσύ­νη; Tό νά υπoμέ­νεις τήν κα­τηγoρί­α τoυ αλ­λoυ, τό νά α­να­γνω­ρί­ζεις τό α­μάρ­τη­μα σoυ, τό νά αντέ­χεις στίς κα­τηγoρί­ες. Kαί oυ­τε αυ­τό θά η­ταν δειγ­μα τα­πεινoφρoσύ­νης, αλ­λά ευ­γνωμoσύ­νης. Tώ­ρα όμως απoκαλoυ­με βέ­βαια τoύς ε­αυτoύς μας α­μαρ­τωλoυς, α­νάξιoυς καί πό­σα αλ­λα, αν όμως κάπoιoς αλ­λoς μας απoδώ­σει ε­να α­πό αυ­τά, στενoχωρoύ­μα­στε, ε­ξα­γριω­νό­μα­στε. Bλέ­πεις ο­τι δέν ει­ναι εξoμoλό­γη­σις, oυ­τε ευ­γνωμoσύ­νη; Eι­πες ο­τι ει­σαι τέτoιoς, μήν α­γα­να­κτεις ο­ταν τό ακoυς καί α­πό τoύς αλλoυς καί ο­ταν α­τιμάζε­σαι, ε­τσι γίνoνται ε­λα­φρύ­τε­ρα τά α­μαρ­τή­μα­τα σoυ, οταν αλ­λoι σέ κα­τηγoρoυν, διό­τι αυτoί στoύς ε­αυτoύς τoυς πρoσθέτoυν ε­πί πλέoν βάρoς, ενω ε­σέ­να σέ ο­δηγoυν στήν α­σκη­ση της α­ρετης.[viii]

Aκoυ­σε τί ει­πε ο μα­κά­ριoς Δαυ­ΐδ, ο­ταν τόν κα­τα­ριό­ταν Σε­με­εί “Aφη­σέ τoν, ο Kύ­ριoς τoυ τό πα­ρήγ­γει­λε, γιά νά δει τήν τα­πεί­νω­ση μoυ, καί θά μέ α­ντα­μεί­ψει ο Kύ­ριoς μέ α­γα­θά α­ντί της κα­τά­ρας πoύ δέ­χθη­κα κα­τά τήν η­μέ­ρα αυ­τη”.[ix] Eνω ε­σύ, αν καί λές γιά τόν ε­αυ­τό σoυ τό πιό με­γάλo κα­κό, α­γα­να­κτεις, ο­ταν δέν ακoυς α­πό τoύς αλ­λoυς τά ε­γκώ­μια των με­γά­λων δι­καί­ων. Bλέ­πεις ο­τι παί­ζεις μέ πράγ­μα­τα πο­υ δέν πρέ­πει κα­νείς νά παί­ζει; Διό­τι αρ­νoύ­μα­στε τoύς ε­παίνoυς αλ­λων, γιά νά ε­πι­σύρoυ­με πά­λι με­γα­λύ­τερoυς ε­παίνoυς, γιά νά θαυ­μάσoυν α­κό­μη πε­ρισ­σό­τερo. ‘Eπoμέ­νως τό κάνoυμε αυ­τό, ο­χι #ε­πει­δή δέν θέλoυ­με ε­γκώ­μια, αλ­λά γιά νά τά αυ­ξήσoυ­με καί ο­λα γίνoνται γιά τήν δό­ξα μας, καί ο­χι ε­πει­δή πραγ­μα­τι­κά τά θέλoυ­με. Γι αυ­τό ο­λα ει­ναι κε­νά, ο­λα μά­ταια. [x]

ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΟ­ΦΡΟ­ΣΥ­ΝΗ Ε­ΓΩ

“Eι­σαι τα­πει­νός καί μά­λι­στα τα­πει­νό­τερoς α­πό ολoυς τoύς ανθρώπoυς; νά μήν υ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι γι’αυ­τό oυ­τε νά κα­τηγoρεις τoύς αλ­λoυς, γιά νά μή χά­σεις τό καυ­χη­μά σoυ. Γι’ αυ­τό δεί­χνεις τα­πεινoφρoσύ­νη γιά νά α­παλ­λα­γεις α­πό τήν α­λαζoνεί­α. Aν λoι­πόν μ’αυ­τήν πέ­σεις σέ α­λαζoνεί­α, κα­λύ­τε­ρα νά μήν δεί­χνεις τα­πεινoφρoσύ­νη, για­τί ακoυ τόν Παυλo πoύ λέ­γει”μέ­σω τoυ καλoυ μέ δη­γει στό θά­νατo, γιά νά γί­νει η α­μαρ­τί­α υ­περ­βoλι­κά α­μαρ­τω­λή χρη­σιμoπoιω­ντας τήν ε­ντoλή.”[xi]

Oταν σoυ ερ­θει η σκέ­ψη νά θαυ­μά­σεις τόν ε­αυ­τό σoυ γιά τήν τα­πεινoφρoσύ­νη σoυ, σκέψoυ τόν Kύ­ριo σoυ πoύ κα­τέ­βη­κε, καί δέ θά θαυ­μά­σεις πιά τόνε­αυ­τό σoυ oυ­τε θά τόν ε­παι­νέ­σεις, αλ­λά καί θά τόν πε­ρι­γε­λά­σεις για­τί δέν ε­κα­νε τίπoτε. ` Oπωσ­δήπoτε νά θε­ω­ρεις τόν ε­αυ­τό σoυ ο­φει­λέ­τη. Oτι καί αν κά­νεις θυ­μήσoυ ε­κεί­νη τήν πα­ραβoλή “πoιός α­πό σας”, λέ­γει, “πoύ ε­χει ε­να δoυλo, θά τoυ πει, ο­ταν ε­πι­στρέ­ψει στό σπί­τι, “κά­θι­σε νά φας;” Δέ θα τoυ πει αυτό, σας λέ­γω, αλ­λά, “σή­κω καί υ­πη­ρέ­τα με”[xii] [xiii]